Αντώνης Καρράς

«Έφυγε» ακόμα ένας λεβέντης Έλληνας. Δεν συμβιβάστηκε με την ανηθικότητα του συστήματος, δεν εξαργύρωσε τους αγώνες του, δεν φίλησε κατουρημένες ποδιές και στάθηκε πάντα συμπαραστάτης των νέων, νέος κι αυτός μέσα του μέχρι το τέλος. Έφυγε φτωχός στην τσέπη και πολύ πλούσιος στην καρδιά. Καλό σου ταξίδι Αντώνη!

Εξοπλισμοί

Τα παρακάτω γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν πολύ ΠΡΟ ΚΡΙΣΗΣ

Ο διάλογος …φανταστικός, στο πολυτελές γραφείο του Προέδρου Εταιρίας Οπλικών Συστημάτων στην αλλοδαπή,:

«Κύριε Εμποριάδη, σας γνωρίζω ότι η συνομιλία μας βιντεοσκοπείται. Πέστε μου, λοιπόν, γιατί  θέλετε να μας εκπροσωπήσετε;» «Γιατί νομίζω ότι με τις γνωριμίες μου με ανθρώπους κλειδιά σε όλο το φάσμα της διαδικασίας λήψης απόφασης μπορώ να προωθήσω τα προϊόντα της εταιρίας σας και η συνεργασία να είναι αποδοτική για όλους μας» «Αν σας ζητούσα φωτοτυπία του Σχεδίου  Άμυνας της νήσου Χαμόβραχος, θα μπορούσατε να μου το προσκομίσετε;» «Βεβαιότατα και ταχύτατα».

Ο Πρόεδρος της εταιρίας δεν χρειάζεται, βεβαίως, το σχέδιο άμυνας οποιουδήποτε νησιού. Αυτά με τη σύγχρονη τεχνολογία είναι γνωστά σε όλους. Αλλά εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται άκρως απόρρητα, καλά φυλαγμένα σε βαρείς φοριαμούς ασφαλείας με πολλές κλειδαριές και αυστηρές διαδικασίες χρήσης. Αυτό που ενδιαφέρει τον κύριο Πρόεδρο είναι να μετρήσει τις ηθικές αναστολές του υποψήφιου ατζέντη προκαλώντας ακόμη και να «προδώσει» την πατρίδα του αποδεικνύοντας ταυτόχρονα το …βάθος των γνωριμιών του και τη δυνατότητα διείσδυσης σε εθνικά άβατα για την εξυπηρέτηση των …πωλήσεων.

Αυτό είναι και το προφίλ όλων των εμπόρων όπλων απανταχού της γης. Τα λεφτά πολλά. Τόσο τα «λευκά» όσο και τα «μαύρα». Ο καθένας στήνει το κύκλωμά του που ξεκινάει από χαμηλόβαθμους γραφειοκράτες και τεχνοκράτες, υψηλόβαθμους που προωθούν τους κατάλληλους χαμηλόβαθμους στις επιτροπές αξιολόγησης, «ειδικούς» δημοσιογράφους που στα «ειδικά» έντυπά τους διαμορφώνουν εντυπώσεις και «κλίμα» ευνοϊκό για το προωθούμενο προϊόν –θάβοντας το αντίπαλο- και, φυσικά, ανθρώπους κλειδιά στην τελική λήψη απόφασης για την αγορά του.

Ανεξάρτητα αν το προϊόν είναι αναγκαίο, καλό και χρήσιμο, η διαδικασία προώθησης μέχρι την τελική απόφαση είναι ίδια αφού έχει να αντιμετωπίσει την ίδια από το άχρηστο, κακό και μη αναγκαίο αντίπαλο προϊόν.

Πολλές φορές, τις περισσότερες ίσως, οι εμπλεκόμενοι τεχνοκράτες στις διαδικασίες επιλογής ενός συστήματος, αποφαίνονται υπέρ του αντικειμενικά καλύτερου. Έτσι έχουν και τη συνείδησή τους ήσυχη για τα …εξωθεσμικά bonusπου επωφελούνται.

Πολλές φορές, όμως, τις περισσότερες ίσως, η απόφαση για την αγορά ενός οπλικού συστήματος δεν έχει να κάνει τίποτα με τις τεχνοκρατικές αξιολογήσεις και λαμβάνεται σε πολιτικό επίπεδο στα πλαίσια της διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι αγοράζονται φρεγάτες από την Ολλανδία για να συμφωνήσει επί τέλους στην ένταξή μας στην ΕΕ, έτσι αγοράζονται υποβρύχια, άρματα και φρεγάτες από τη Γερμανία για να μας δεχτεί επιτέλους στη Νομισματική Ένωση, έτσι αγοράζονται αεροπλάνα από την Αμερική για να μη θυμώσει που εντασσόμαστε στο άρμα της Ευρώπης…, έτσι αγοράζονται αερόστρωμνα (χόβερκραφτ) από Ρωσσία, Ουκρανία  για να πούμε σε όλους τους προηγούμενους ότι υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια. Η τεχνοκρατική γνώμη Επιτελείων, εμπειρογνωμόνων κλπ, όταν ο πολιτικός προϊστάμενος θέτει «εθνικούς λόγους εξωτερικής πολιτικής ως προϋπόθεση», περιορίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις στην επικεφαλίδα Φρεγάτα, Άρμα, υποβρύχιο. Και το «μαύρο» χρήμα –που έτσι κι αλλιώς είναι εκ των προτέρων προϋπολογισμένο στο κόστος από τον κατασκευαστή/πωλητή- κατευθύνεται σε μεγάλα ποσά σε μεγάλες τσέπες, προσωπικές ή κομματικές.

Το καίριο ερώτημα δεν είναι βέβαια αν μπορεί να παταχθεί η κατασπατάληση πόρων σε «παράπλευρες» διαδικασίες ατομικού ή κομματικού πλουτισμού. Μπορεί και παραμπορεί. Το καίριο ερώτημα είναι αν και γιατί χρειαζόμαστε τους υπερμεγέθεις εξοπλισμούς που γονατίζουν τη χώρα και στερούν πόρους από τις κοινωνικές παροχές. Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με ιδεολογικά, συναισθηματικά ή απολύτως τεχνοκρατικά κριτήρια. Οι συνιστώσες του προβλήματος είναι πολλές και πρέπει να εξετάζονται μαζί και χώρια. Όπως:

– Οι μεγαλοπαραγωγοί οπλικών συστημάτων Ευρωπαίοι ΜΕΙΩΝΟΥΝ δραστικά τους εξοπλισμούς τους (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία) και πρέπει να αναζητούν διαρκώς πελάτες για να μη μειωθούν τα τεράστια έσοδα από την πολεμική βιομηχανία τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι προς το συμφέρον τους να διατηρούν περιφερειακές κρίσεις και εντάσεις, ακόμα και να τις δημιουργούν.

– Η Αμερική προσπαθεί να εξασφαλίσει τους ενεργειακούς δρόμους με τη δημιουργία βάσεων, θυλάκων και με γεωπολιτικές «αναδιαρθρώσεις», και εν μέσω της δικής της κρίσης προωθεί με κάθε μέσο την πολεμική της βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι είναι προς το συμφέρον της να διατηρεί περιφερειακές κρίσεις και εντάσεις, ακόμα και να τις δημιουργεί.

– Η Τουρκία προσπαθεί να αυτοανακηρυχτεί σε τοπική υπερδύναμη-πάτρωνα των γειτόνων της και σφετεριστή των ενεργειακών τους αποθεμάτων (Ιράκ-Ελλάδα).

Πέρα από τις διαρκώς μεταλλασσόμενες γεωστρατηγικές παραμέτρους, σοβαρή συνιστώσα του προβλήματος είναι ο εθισμός του πολιτικού συστήματος στα τεράστια συνοδευτικά «άγραφα» έσοδα που ξεπερνούν κατά πολύ τις θεσμοθετημένες κρατικές επιδοτήσεις. Είναι καιρός, νομίζω, να αναθεωρηθεί εκ βάθρων το όλο σύστημα εξοπλισμών. Να δοθεί έμφαση στην εθνική αμυντική βιομηχανία που αφέθηκε να πεθάνει επ’ ωφελεία όλων αυτών των παντελώς ανήθικων και ασύστολων εμπόρων. Να «καθαρίσει» το τοπίο και να μπορεί ο έλληνας πολίτης να γνωρίζει τις δυνατότητες και την ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων για τις οποίες όλο δίνει από το υστέρημά του αλλά ποτέ δεν τις βλέπει να χρησιμοποιούνται –ως πολιτικό όπλο- στη διαχείριση των εθνικών μας θεμάτων.  

Θαλασσινές ιστορίες …θαλάσσης

Συνέχεια από «Θαλασσινές ιστορίες ….αέρος»

και συνέχεια …αποτοξίνωσης από το γκρίζο σήμερα…

Αφιερωμένο στο πλήρωμα 1984-1985

Άκτιο-τσούρμο

ΤΟ ΑΚΤΙΟΝ  Το πλοίο, όχι η πόλη

 

Ναρκοθέτις ΑΚΤΙΟΝ, μετασκευασμένο Οχηματαγωγό,1000 τόννοι εκτόπισμα, 62 μέτρα μήκος, 10 πλάτος. Πρόσω «πάση δυνάμει» 9 κόμβοι (ναυτικά μίλια/ώρα) με το ζόρι.
Βύθισμα, μισό μέτρο πλώρα, ένα μέτρο πρύμα. Έξαλα (τα πάνω από τη θάλασσα) 10+ μέτρα.
Δηλαδή, πιο πολύ …ιστιοπλοϊκό παρά μηχανοκίνητο στον καιρό.
Ολάνοιχτη Γέφυρα – με τέντα- χειμώνα καλοκαίρι.
Κοινώς τραμπάκουλο του κερατά.
Ηλικία πλοίου το 1985, 41 χρόνων.
Ηλικία Κυβερνήτη το 1985, 34 χρόνων.
Ηλικία των περισσότερων από το πλήρωμα 20 μέχρι 25 χρόνων. Σύνολο πληρώματος 93 νοματαίοι.

200px-N04

Αποστολή: Εκτός από ασκήσεις ναρκοθέτησης και ναρκαλιείας, εκπαιδευτικά ταξίδια και περιπολίες στο Ν.Α. Αιγαίο (Δωδεκάνησα) με διάρκεια ένα μήνα ανά τρίμηνο (σύνολο τέσσερεις μήνες περιπολίας τον χρόνο).

Και το 1985, το ρουσφέτι ζούσε και βασίλευε. Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς ότι ένα πλοίο σαν κι αυτό, με …ανέσεις στάνης και μακρόχρονες απουσίες από οποιοδήποτε αστικό κέντρο, το απέφευγαν οι πάντες, μόνιμοι και στρατευμένοι καταφεύγοντας σε οποιοδήποτε μέσον, από τον βουλευτή της περιοχής μέχρι τον μανάβη του Αρχηγού Ναυτικού (δεν αστειεύομαι για τον μανάβη, ούτε για τον βουλευτή, βεβαίως).
Τι έμενε;
Κάποιοι Μόνιμοι που είτε δεν ήθελαν να ξέρουν ή δεν ήξεραν από διαπλοκές, διασυνδέσεις και τέτοια.
Κάποιοι στρατευμένοι που όχι μόνο δεν είχαν «δόντι» αλλά πολλοί είχαν κι ένα Φάκελο ΝΑ με ποινικά αδικήματα και ιδεολογικά «χρώματα» και ΔΕΝ είχαν ταυτότητα της τοπικής Κλαδικής. (το χρώμα ανά εποχές αλλάζει, εκείνη την εποχή αν ήταν πράσινο ΔΕΝ έπαιρνες μετάθεση για το ΑΚΤΙΟ).

Πολλές ασκήσεις λοιπόν, τέσσερεις μήνες τον χρόνο σε περιπολία, το τσούρμο ένα μίγμα ανεπιθύμητων, κυνηγημένων και κονταροχτυπώμενων με το σύστημα,

κι όμως, κυβερνώντας αυτό το τραμπάκουλο πέρασα μια από τις ωραιότερες, παραγωγικότερες και ουσιαστικότερες περίοδο της ζωής μου.

Ενενήντα δύο άνθρωποι εξαρτιόντουσαν από εμένα για ένα χρόνο, εγώ από αυτούς και το …τραμπάκουλο από όλους μας.

 

Ο Ύπαρχος

Ύπαρχος (υποδιοικητής) του πλοίου νεαρός Ανθυποπλοίαρχος με επαγγελματικές ικανότητες αλλά και δυό «αντιστρατιωτικά» κουσούρια. Άφηνε τα μαλλιά του μακριά, χαίτη κανονική και εξόφθαλμα αντικανονική για τους Κανονισμούς. Το δεύτερο κουσούρι του ήταν ότι δεν μπορούσε να ξυπνήσει το πρωί, τις μέρες που το πλοίο ήταν στον Ναύσταθμο, εξαντλημένος από τις …νυχτερινές βάρδιες του στις τότε δημοφιλείς ντίσκο της Αθήνας. Μέχρι που μια μέρα τον περιμέναμε για να αποπλεύσει το πλοίο σε αποστολή. Ήμασταν έτοιμοι, «σε μονούς κάβους», και πλησίαζε η ώρα για να λύσουμε όταν τον είδα να τρέχει αλαφιασμένος στον μώλο του ναυστάθμου κουνώντας τα χέρια του. Τον άφησα να πλησιάσει αρκετά και λίγο πριν προλάβει να επιβιβαστεί διέταξα «μόλα όλα» και τον άφησα να κοιτάει ανήσυχος το καράβι να απομακρύνεται. Και ήταν ανήσυχος γιατί «απών του πλοίου σε διατεταγμένη αποστολή», και μάλιστα όταν είσαι και ο ΄Υπαρχός του, σημαίνει κατά τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα Ναυτοδικείο!

Η αποστολή ήταν τοπική κι έτσι κάποια στιγμή πρόλαβε να επιβιβαστεί από την άλλη μεριά του Ναυστάθμου όπου φορτώναμε νάρκες. Περίμενε την έκρηξη του κυβερνήτη με όλες τις συνέπειες για το παράπτωμά του. Προτίμησα να μη του πω λέξη και να τον αφήσω να βράζει στην ανησυχία του. Δυό μέρες με περιτριγύριζε προσπαθώντας να φέρει το θέμα εκεί αλλά συνέχιζα να μην του λέω τίποτα εκτός από τα τρέχοντα υπηρεσιακά θέματα που συζητάει ο κυβερνήτης με τον Ύπαρχο. Κόντευε να σκάσει από την αγωνία αλλά από εκείνη την ημέρα, ο Ύπαρχος κοιμόταν στο πλοίο μετά τα νυχτερινά του ξεσαλώματα και ποτέ δεν άργησε ξανά… Πάει το ένα κουσούρι.

Οι παρατηρήσεις και οι «καμπάνες» για το μαλλί του από τους προϊσταμένους του, πριν το συναπάντημά μας, ήταν κάτι που τον διασκέδαζε περισσότερο και τον πείσμωνε και όσο τον «μάλωναν» τόσο μακρύτερο μαλλί άφηνε. Προσωπικά δεν με πολυένοιαζε γιατί ενδιαφερόμουν πιο πολύ για την επαγγελματική του απόδοση και όχι για την εμφάνισή του που ήταν μεν αντικανονική στο μήκος των μαλλιών αλλά η υπόλοιπη ευπρεπέστατη.

Μια μέρα ήρθε στο καράβι ένας Ανθυπασπιστής από τη Διοίκηση Ναρκοπολέμου (Διοίκηση όλων των Ναρκοθέτιδων και Ναρκαλιευτικών) και όπως καθόμασταν στο καρέ αξιωματικών όλοι οι αξιωματικοί του πλοίου μας είπε ότι άκουσε τον Διοικητή να λέει στο Επιτελείο του ότι την άλλη μέρα θα έκανε έκτακτη εφοδεία/επιθεώρηση στο ΑΚΤΙΟΝ. Τους είπε δε, «καιρός είναι να ρίξουμε μια καμπάνα στον Ύπαρχο για τα μαλλιά του».

Ο Ύπαρχος περίμενε να του πω κάνε κάτι μην εκτεθούμε συνολικά. Γιατί για την συμπεριφορά και εμφάνιση του πληρώματος είναι υπεύθυνος και ο Κυβερνήτης. Τσιμουδιά εγώ.

«Καλώς να ορίσουν» είπα στον Ανθυπασπιστή.

Όλη τη μέρα ο Ύπαρχος με κοιτούσε περιμένοντας πότε θα του πω να πάει να κουρευτεί. Ε, δεν του το είπα και την επόμενη μέρα εμφανίζεται πρωί πρωί κουρεμένος σαν αμερικανός πεζοναύτης.

Αρκετά χρόνια μετά εξομολογείται «μα να μη μου πει τίποτα; Μπορούσα μετά να τον εκθέσω

Πάει και το άλλο κουσούρι…

 

Το τσούρμο

Από την πρώτη μέρα παραλαβής των καθηκόντων του Κυβερνήτη στο ΑΚΤΙΟ, κατάλαβα ότι η διοίκηση με βάση τα εγχειρίδια και τους Κανονισμούς κάθε άλλο παρά αποτελεσματική θα μπορούσε να είναι. Οι ενδιαιτήσεις του πλοίου …μεσαιωνικές, το γλυκό-πόσιμο νερό ελάχιστο, οι «ιδιαιτερότητες» του πληρώματος πολλές. Και ο «μεγάλος» Διοικητής λάτρης των Κανονισμών και Διατάξεων να καραδοκεί.

Αλλά, τι ποινή να επιβάλεις σε κάποιον γιατί είναι «αξύριστος» ή «αντικανονικώς ενδεδυμένος» τη δεύτερη μέρα εν πλω σε μηνιαία αποστολή περιπολίας στο ΝΑ Αιγαίο; Περιορισμό ή στέρηση εξόδου; Από πού; Ούτως ή άλλως περιορισμένος στα εξήντα μέτρα λαμαρίνας θα είναι για τριάντα μέρες. Κι αν η ποινή του, π.χ. με Περιορισμό 3 ημερών, ισχύσει για τις τρείς μέρες που θα μέναμε στην επιστροφή στον Ναύσταθμο, θα ισοδυναμούσε με ποινή περιορισμού από τους δικούς του για δυό μήνες!

Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πετάξω το Ποινολόγιο στη θάλασσα.

Δεν χρειαζόμουν επίσης και ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβω ότι οι περισσότεροι από τους στρατευμένους αλλά και αρκετοί από τους Μόνιμους, με βαριά καρδιά συμμετείχαν στη λειτουργία και αποστολές του πλοίου που δεν διάλεξαν αυτοί για να υπηρετήσουν και τους κρατούσε μακριά από τις οικογενειακές τους εστίες για μεγάλα διαστήματα. Ακόμα και οι Μάχιμοι Αξιωματικοί που, εκτός από τον Ύπαρχο, ήταν στρατευμένοι Επίκουροι Σημαιοφόροι με προϋπηρεσία στο Εμπορικό Ναυτικό.

Δυό μέρες μετά από την παραλαβή των καθηκόντων μου, μου τηλεφωνεί τα μεσάνυχτα ο Αξιωματικός Φυλακής και μου αναφέρει ότι ένας ναύτης είχε ανεβεί στο κατάρτι και απειλούσε να πέσει στη θάλασσα. Ειδοποίησε την Ναυτονομία και τον πήραν στο Νοσοκομείο του Ναυστάθμου.

Την άλλη μέρα το πρωί, πήγα κατ’ ευθείαν στο Νοσοκομείο όπου βρήκα τον Ναυτάκο περιορισμένο σ’ ένα μικρό θάλαμο της Ψυχιατρικής Κλινικής. Ρώτησα τον ψυχίατρο γιατί τον έχουν έτσι περιορισμένο και μου απάντησε ότι διαγνώστηκε βαρύ ψυχωσικό σύνδρομο με παραισθήσεις, έβλεπε ότι έρχεται ο κυβερνήτης του με το ελικόπτερο (κάποιος του είπε ότι είμαι και πιλότος) να του κόψει το …κεφάλι.

«Γιατρέ μου, τι ψυχωσικό σύνδρομο μου λες. Το ναυτάκι μετατέθηκε χθες στο πλοίο από Υπηρεσία στο κέντρο των Αθηνών και κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τη μετάθεσή του. Άσε με να του μιλήσω εγώ. Μην τον βγάλουμε τρελό άδικα και έχει επιπτώσεις στη ζωή του

Μίλησα με τον Ναύτη και τον έπεισα να έρθει στο πλοίο για την πρώτη περιπολία, παρά τις αντιρρήσεις του ψυχίατρου, «αναλαμβάνεις την ευθύνη» μου είπε, κι αν δεν μπορούσε να αντέξει άλλη θα ρύθμιζα εγώ να μετατεθεί. Ήρθε. Θες η ταλαιπωρία από την κακοκαιρία, θες το τσίγκλισμά του από τους παλιότερους ναύτες που τον βρήκαν μπόσικο και τον τρόμαζαν για πλάκα, στη Ρόδο, πρώτο λιμάνι της περιπολίας, ανέβηκε ξανά σ’ ένα εμπορικό καράβι που είχε δέσει πίσω μας και απειλούσε να πέσει στη θάλασσα.

Αφού τον μαζέψαμε, διέταξα Γενική Κλήση του πληρώματος και τους εξήγησα ότι οι αποστολές αυτές δεν είναι καψόνια, έχουν την επιχειρησιακή σημασία τους αλλά είναι και ευκαιρία να γνωρίσουν μέρη της Ελλάδας που ως πολίτες δεν θα μπορούν να τα δουν, το Καστελλόριζο, τη Σύμη, τη Νίσυρο, τη Χάλκη, την Κάρπαθο και τόσα άλλα εκπληκτικά νησιά. Μπορούμε να απολαύσουμε τη δουλειά μας και να αντέξουμε τις δύσκολες συνθήκες αρκεί όλοι να σεβόμαστε τα δικαιώματα του διπλανού μας και να τηρούμε τις υποχρεώσεις μας χωρίς Ποινολόγια και παραπτώματα αλλά και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Κι έτσι έγινε. Και ο «ψυχωσικός» εξελίχτηκε σε έναν από τους καλύτερους ναύτες κι έμεινε στο πλοίο με τη θέλησή του μέχρι να απολυθεί!

Ειλικρινά μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιον από όλο το τσούρμο ως λιγότερο καλό.

Οι Μόνιμοι Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί και οι τρείς επίκουροι Σημαιοφόροι πολύτιμοι συνεργάτες, ο καθένας με τις ξεχωριστές ικανότητές του.

Ο Πρώτος Μηχανικός άριστος επαγγελματίας, ο Γιάννης, πάντα ήρεμος και ψύχραιμος, ακόμα και στα σοβαρά απρόβλεπτα της γερασμένης μηχανής, άνθρωπος που περνούσε τη θετική του αύρα στους υφισταμένους του και με τις γνώσεις του αναβαθμίσαμε το πλοίο και ως προς τις συνθήκες διαβίωσης. Οι στρατευμένοι μια γροθιά και οι φάτσες τους καθαρές σε αντίθεση με το …Μητρώο πολλών από αυτούς.

Το γλυκό νερό λιγοστό. Τέλειωνε στις πρώτες τρείς μέρες και ο αρχαίος βραστήρας του θαλασσινού νερού δεν προλάβαινε να γεμίσει τη δεξαμενή με το γλυφό και γλοιώδες αποσταγμένο νερό της θάλασσας. Μέχρι που ο Πρώτος βρήκε τη λύση.

Το ΑΚΤΙΟΝ ήταν μετασκευασμένο οχηματαγωγό. Τα πλοία αυτά έχουν μεγάλες δεξαμενές έρματος που ως οχηματαγωγά για να προσγειαλωθούν (να βγουν στη στεριά για ξεφόρτωμα) τις γέμιζαν με θάλασσα. Αφού ξεφόρτωναν, έβγαζαν με αντλίες το έρμα για να «ελαφρύνουν» και να μπορέσουν να ξεκολλήσουν ευκολότερα από τη στεριά. Τώρα η δουλειά του ΑΚΤΙΟΝ δεν ήταν οι προσγειαλώσεις. Αυτές τις δεξαμενές λοιπόν, ζητήσαμε να τις βάψουν με τις ειδικές μπογιές στον Ναύσταθμο και τις γεμίζαμε με γλυκό νερό, τόσο που ούτε τα αντιτορπιλικά δεν είχαν. Κι ένας ναύτης πρότεινε να ρίχνουμε σε κάθε δεξαμενή ένα μπουκάλι ούζο. Όχι για να φτιάχνουμε …κεφάλι αλλά για να τραβάει τη μυρωδιά της λαμαρίνας από το νερό. Πέτυχε!

Έτσι είχαμε γευστικότατο νερό να πίνουμε, να ξυριζόμαστε αλλά και να πλενόμαστε. Πάντα, όμως, με οικονομία αφού και τα περισσότερα από τα νησιά της …άγονης γραμμής στα οποία πιάναμε δεν είχαν την ευχέρεια να μας ανεφοδιάζουν με φρέσκο νερό.

Για την εμπέδωση του ομαδικού και ελεύθερου πνεύματος στο τσούρμο έφτιαξα και μια πειρατική σημαία, με μιά νάρκη στη θέση του κρανίου, που υψώναμε αποπλέοντας κάτω από την ελληνική και εγκατέστησα στη Γέφυρα σύστημα ήχου που …παιάνιζε από το «σαπιοκάραβο» του Παπακωνσταντίνου μέχρι Μάικ Όλντφιλντ.

Η πρώτη κρυάδα…

Οκτώβριος. Προσεγγίζουμε την Τήλο. Ο καιρός καλοκαιρινός, κάλμα μπουνάτσα και ο ήλιος να καίει. Στην Γέφυρα έχουμε βγάλει ακόμα και τα πουκάμισα, να κλέψουμε κάτι από τη φθινοπωρινή έξαψή του. Δένοντας για πρώτη φορά στην Τήλο. πέρα από την ομορφιά του νησιού, με εντυπωσίασαν τα πεντακάθαρα νερά της. Κρύσταλλο. Οι ακτίνες του ήλιου τρυπούσαν το νερό και τις έβλεπες δέκα, είκοσι μέτρα βαθιά. Αφού δέσαμε και το πλήρωμα χαλάρωσε, σκέφτηκα να τους …διασκεδάσω λίγο. Πιάνω το μικρόφωνο και «όποιος θέλει να κάνει μπάνιο μπορεί τώρα να πηδήξει στη θάλασσα, έτσι όπως είναι ο καθένας. Άιντε, Εγκατάλειψη Πλοίου!». Βγάζω το παντελόνι μου και πηδώ από τη Γέφυρα πρώτος δίνοντας το σύνθημα. Τι το ‘θελα… Το νερό εκτός από «κρύσταλλο» ως προς τη διαφάνεια, ήταν …»παγοκρύσταλλο» ως προς τη θερμοκρασία. Και πηδώντας από τα δέκα μέτρα πήγα στα βαθιά. Ένας αιώνας για να βγώ στην επιφάνεια ανάμεσα σε δεκάδες άλλους που ακολούθησαν το παράδειγμα του κυβερνήτη και αλάλαζαν τουρτουρίζοντας… Εγώ βεβαίως, τσιμουδιά, να το παίζω και άνετος μη και χάσω το …κύρος μου, κολυμπάω γρήγορα και βγαίνω στο μώλο. Στην κορυφή της κλίμακας ο Ύπαρχος. «Κύριε Κυβερνήτα, γιατί είστε μπλέ;» Είχα, κυριολεκτικά, μελανιάσει. Όπως και οι υπόλοιποι που έβγαιναν με υπερηχητική ταχύτητα από το νερό αλλά εμφανώς ικανοποιημένοι από την κουζουλάδα μας.

 

Το μούσι

Λόγω της επιβαλλόμενης οικονομίας στο γλυκό νερό, από τη δεύτερη περιπολία είχα επιτρέψει το μούσι σε όλο το πλήρωμα αφού ήμασταν μακριά από το βλέμμα οποιασδήποτε διοίκησης για όσο διάστημα περιπολούσαμε μέχρι να επιστρέψουμε –ξυρισμένοι- στον Ναύσταθμο.

Αρχές Δεκεμβρίου του ’86, δεμένοι στο μώλο ενός μικρού νησιού, είδα στην κλίμακα του πλοίου έναν Κελευστή και έναν Ναύτη, που είχαν βάρδια σκοπού, καλοντυμένους και μουσάτους και μου ήρθε μια ιδέα.

Αρχηγός του Ναυτικού ήταν ο Ναύαρχος Νίκος Παππάς που, παρ’ όλο τον δεσμό που είχα μ’ αυτόν από το περιπετειώδες παρελθόν μας, δεν τον είχα ενοχλήσει ποτέ και για τίποτα από το ’74 που είχαμε γυρίσει στο Ναυτικό.

Τράβηξα λοιπόν μια φωτογραφία των σκοπών στην κλίμακα και την έστειλα στον Αρχηγό του ΓΕΝ με ένα σημείωμα-ερώτηση

«Γιατί απαγορεύεται το μούσι στο Ναυτικό όταν αυτό είναι μέρος της παράδοσης των περισσότερων Ναυτικών που προέκυψε από την ανάγκη για τη μη σπατάληση του λίγου νερού που έχουν τα καράβια; Μήπως με την ευκαιρία της ονομαστικής σας εορτής, είναι ευκαιρία να κάνετε ένα δώρο στο προσωπικό του Π.Ν.;»

Πολύ αργότερα έμαθα ότι ο Αρχηγός φώναξε τους «αρμόδιους» και τους διέταξε να δουν το θέμα. Με το που καταπλεύσαμε όμως στον Ναύσταθμο, «πολυβολήθηκα» από τηλεφωνήματα ανωτέρων και ανωτάτων που ήταν έξαλλοι για την πρότασή μου.

«Θα διαμαρτυρηθούν οι Στρατέοι και οι Αεροπόροι» μου είπε κάποιος.

«Ξέρεις τι κόστος έχει η αλλαγή των ταυτοτήτων και μόνο;» με επέπληττε άλλος.

Δεν άντεξα. Το βράδυ τηλεφώνησα, πρώτη φορά από χρόνια, στον Αρχηγό.

«Με πρήξανε, το και το μου λέει»

«κι εμένα τα ίδια μου είπαν αλλά τι μας νοιάζει ο Στρατός και η Αεροπορία, εμείς είμαστε Ναυτικό κι έχουμε άλλη παράδοση. Για τις ταυτότητες, ας επιτραπεί το μούσι κατά το διάστημα των προαγωγών οπότε αλλάζουν αναγκαστικά οι Μόνιμοι ταυτότητα. Για τους στρατευμένους το μέτρο μπορεί να ισχύσει από την επόμενη Κληρουχία και να επιτραπεί να διατηρούν το μούσι αυτοί που θέλουν με την κατάταξή τους οπότε θα το έχουν στην αρχική τους ταυτότητα» του πρότεινα.

«Έχεις δίκιο» μου απάντησε και σε δεκαπέντε μέρες εκδόθηκε Γενική Διαταγή ΓΕΝ που επέτρεπε και καθόριζε τις διαδικασίες διατήρησης «υπογενείου» για όποιον το επιθυμεί. Και συνεχίζει από τότε να επιτρέπεται… Λίγοι ξέρουν τη συμβολή του ΑΚΤΙΟΝ σ’ αυτό.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το πλοίο εκτελούσε τις περιπολίες, ασκήσεις και αποστολές του με επιτυχία και ομαδικό πνεύμα σε μια ατμόσφαιρα μακριά από τις τυπικότητες της άκρας στρατιωτικής πειθαρχίας και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ανυπομονούσαν να φύγουμε μακριά από τον Ναύσταθμο όταν το διάστημα παραμονής μας σ’ αυτόν ξεπερνούσε τη βδομάδα…

 

Ο Αλέκος

Μερικές μέρες αφ’ ότου παρέλαβα Κυβερνήτης, ο Ύπαρχος μου παρουσίασε έναν Ναύτη και μου είπε

«αυτός θα είναι ο καμαρότος Κυβερνήτου».

«Δεν θέλω προσωπικό καμαρότο, ποτέ μου δεν είχα ούτε θα έχω» του είπα.

«Μα εγώ δεν έχω πρόβλημα να κάνω τον καμαρότο Κυβερνήτου» λέει ο Ναυτάκος.

«Έχω εγώ» του λέω «και όταν θέλω κάτι να φάω ή να πιω θα φωνάζω τον καμαρότο αξιωματικών της βάρδιας, γκέγκε;».

Ο Αλέκος, ο εθελοντής για καμαρότος Κυβερνήτου, ήταν ένας από τους τέσσερεις ναύτες με την ειδικότητα του «θαλαμηπόλου» που υπηρετούσαν στο πλοίο. Ποτέ δεν τον έχρισε κανείς «καμαρότο Κυβερνήτου». Αλλά όποτε ήθελα έναν καφέ στη Γέφυρα, στο καρέ ή στο δωμάτιό μου (ο Θεός να το κάνει τέτοιο), μόνο τον Αλέκο έβλεπα να μου τον φέρνει.

Ένα βράδυ, ξημερώματα θα ήταν, βγήκα από το δωμάτιο για να ανεβώ τη στενή σκάλα για τη Γέφυρα του πλοίου. Είδα τον Αλέκο να κοιμάται μισοόρθιος στη μεταλλική σκάλα, τον σκούντησα, πετάχθηκε επάνω μόλις με είδε και κατρακύλησε στα ενδότερα του πλοίου χωρίς λέξη. Βρήκα τον Ύπαρχο στη Γέφυρα και τον ρώτησα «ξέρεις ότι ο Αλέκος κοιμάται στις σκάλες

«Ναι, κύριε Κυβερνήτα, έχει αυτοχριστεί καμαρότος σας και είναι μόνιμα απίκο αν ζητήσετε τίποτα. Κοιμάται στη σκάλα τα βράδια για να μη τη χρησιμοποιούν οι άλλοι και σας ανησυχούν επειδή περνάει κάτω από το δωμάτιό σας

Η άτυπη αυτή σχέση Κυβερνήτη – καμαρότου διήρκεσε όλο τον χρόνο της θητείας μου στο ΑΚΤΙΟ. Ο Αλέκος, ένας ρομαντικός και ευαίσθητος νέος που εκτίμησε τη συμπεριφορά του Κυβερνήτη του, βρισκόταν συνεχώς σε οπτική ή ηχητική επαφή μ’ αυτόν.

Μια μέρα πιάσαμε στη Σύμη. Ένα νησί που το ερωτεύεσαι από την πρώτη στιγμή που μπαίνεις στο λιμάνι του. Άνοιξη ακόμα, και τα τουριστικά μαγαζιά και τα φαγάδικα κλειστά. Ο Ύπαρχος που είχε ξανάρθει μου είπε ότι έχει μια ταβέρνα από την άλλη πλευρά του λόφου στον διπλανό ήσυχο όρμο.

«Βρες τα ταξί του νησιού και κανόνισε να πάμε όλοι μαζί εκεί εκτός των απαραίτητων βαρδιών στο πλοίο» του είπα.

Έτσι κι έγινε. Όλο σχεδόν το πλήρωμα, μόνιμοι και στρατευμένοι, με τα ταξί να κάνουν δρομολόγια, βρεθήκαμε έξω από την …κλειστή κι αυτή ταβέρνα. Ψάξαμε από δω ψάξαμε από κει, βρήκαμε τον ταβερνιάρη στον διπλανό οικισμό και τον πείσαμε να ανοίξει το μαγαζί. Στρώσαμε τραπέζια, ανοίξαμε ψυγεία, άρχισαν να ρέουν οι μπύρες και οι ρετσίνες, ανακαλύψαμε κι ένα μπουζούκι, μια κιθάρα, ένα τουμπερλέκι και έναν ενισχυτή, βρέθηκαν και οι ερασιτέχνες ναύτες μπουζουξήδες και το γλέντι άναψε μετά μουσικής. Ο ταβερνιάρης ήρθε κι αυτός στο κέφι και δώσ’ του τα κεράσματα ένθεν κι ένθεν, να και τα χασαποσέρβικα, να και τα ζεϊμπέκικα, με τον Αλέκο πρώτο στον χορό.

Ίσα που πήρε να σκοτεινιάζει όταν είδα τον ταβερνιάρη να κοιτάει ανήσυχος προς την παραλία. Γύρισα το βλέμμα μου και είδα ένα μικρό ταχύπλοο να πλησιάζει με ταχύτητα στην ακτή. Μετά από λίγα λεπτά, παρακολουθώντας το ανήσυχο βλέμμα του ταβερνιάρη είδα να πλησιάζουν δύο άντρες και μία γυναίκα που όταν μας είδαν από μακριά, ένα τσούρμο ένστολων, κοντοστάθηκαν διστακτικά.

Κατάλαβα ότι ερχόντουσαν από «απέναντι». Τέτοιες επισκέψεις είναι συχνές στα νησιά μας όπου αναπτύσσονται σχέσεις πέρα από τα στερεότυπα του «εχθρού» και τις τυπικότητες των μετακινήσεων.

«Τους ξέρεις;» ρώτησα τον ταβερνιάρη.

«Ναι, είναι φίλοι, πάω κι εγώ απέναντι συχνά» μου απάντησε επιφυλακτικά περιμένοντας την αντίδρασή μου ως …επίσημου εκπροσώπου του Κράτους.

«Πες τους να έρθουν και τα ποτά κερασμένα από εμάς» του είπα.

Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του, σηκώθηκε και έγνεψε στους φίλους του να πλησιάσουν.

Δυό μεσήλικες Τούρκοι και μια τριαντάρα εντυπωσιακή Τουρκάλα που θύμιζε Μόνικα Μπελούτσι μας χαιρέτησαν με ένα αμήχανο χαμόγελο και κάθισαν σ’ ένα ακριανό τραπέζι.

Σε πέντε λεπτά έδεσαν με την παρέα. Ήξεραν όλα τα τραγούδια που κουτσά στραβά έλεγε η …ορχήστρα ναυτών και οι δύο άντρες συμμετείχαν και στον χορό.

Γύρισα να φωνάξω τον Αλέκο ο οποίος φυσικά ήταν συνεχώς «εγκλωβισμένος» προς εμένα μην τυχόν και ζητήσω κάτι.

«Αλέκο, σφύρα στα παιδιά να παίξουν ένα τσιφτετέλι και να σε δω να χορεύεις με τη …Μπελούτσι».

Δεν χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Ο Αλέκος κάτι φώναξε στα παιδιά, το μπουζούκι έδωσε σύνθημα για τσιφτετέλι και πηγαίνει στο τραπέζι των Τούρκων, χαμογελάει παίρνοντας την άδεια από τους αρσενικούς και σηκώνει την Τουρκάλα στη μέση της αυλής της ταβέρνας.

Μείναμε όλοι εκστασιασμένοι από το αυθεντικό τσιφτετέλι της γειτόνισσας και τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα πρέπει να ακούστηκαν μέχρι απέναντι στην Τουρκία.

Το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι βαθιά μεσάνυχτα οπότε και ήρθαν τα ταξί για να μας πάνε πίσω.

Φεύγοντας τελευταίος μαζί με τον Ύπαρχο, ο ταβερνιάρης σχεδόν βουρκωμένος με ευχαρίστησε που επέτρεψα στους φίλους του να γλεντήσουν μαζί μας.

«Γιατί, το βρίσκεις υπερβολικό;» τον ρώτησα.

«Τι να σου πω καπετάνιε, κάποιοι άλλοι δικοί σου τους πυροβολούν στη θάλασσα και εμένα με απειλούν να με χώσουν μέσα. Να ‘σαι καλά κι εσύ και το πλήρωμά σου»

 

Το καρνάγιο

Η Σύμη, πέρα από την ομορφιά της και το ασφαλέστερο λιμάνι απ’ όλα τα νησιά, μας κέρδισε με τη φιλοξενία και την αγάπη των κατοίκων της. Δέναμε το πλοίο δίπλα στο φανάρι του λιμανιού και ο πρώτος που έβγαινε να μας χαιρετήσει και να βοηθήσει στο δέσιμο ήταν ο Σωτήρης ο καφετζής. Πάντα με το χαμόγελο και τα καλαμπούρια του. Λίγο πέρα από το φανάρι του λιμανιού είδα μια μέρα περπατώντας και φορώντας τα πολιτικά μου ρούχα ένα μικρό καρνάγιο. Δυό καΐκια ολοκαίνουργια πάνω στα μόρσα με ζωηρά χρώματα του Αιγαίου τράβηξαν την προσοχή μου. Θαύμαζα τη φίνα επιφάνειά τους και αναρωτιόμουν αν είναι πλαστικά ή πλαστικοποιημένα, ούτε ένα ψεγάδι, ούτε μια ρυτίδα, ένα βαθούλωμα ανεπαίσθητο έστω. Καθώς χάιδευα το ένα, βγήκε ένας λεβεντόγερος καραβομαραγκός και με ρώτησε «ξέρεις από αυτά;».

«Είμαι από το πολεμικό καπετάνιε» του είπα «και κάτι ξέρω απ’ αυτά, αλλά πολύ τέλειο μου φαίνεται αυτό, τα πλαστικοποιείς κιόλας;» «Όχι παιδί μου, δουλεύω το ξύλο από παραγιός στον καλύτερο Καλύμνιο καραβομαραγκό, ξεχνώ πόσα χρόνια, όλα στο χέρι είναι φτιαγμένα, και το βάψιμο, έλα να δεις».

Πήγαμε λίγο πιο πέρα σ’ ένα μισοτελειωμένο, μόλις το ‘χε καλαφατίσει και στοκάρει, κι άρχισε να μου δείχνει πώς το τρίβει το ξύλο, το ξαναστοκάρει, το ξανατρίβει, «ε, όρεξη να ‘χεις, παίρνει χρόνο αλλά αξίζει τον κόπο».

Ο λεβεντόγερος δούλευε μόνος του.

«Να βάζω κι εγώ κανα χεράκι όταν είμαστε εδώ;» τον ρώτησα. «Όποτε θέλεις γιέ μου, εσύ θα μαθαίνεις κι εγώ θα ‘χω παρέα» μου λέει.

Κάθε φορά που πιάναμε Σύμη έβαζα το μπλου τζην μου και γραμμή για το καρνάγιο κι έτριβα το ξύλο κι άκουγα ιστορίες του λεβεντόγερου για τις καλές εποχές

«που δεν προκάναμε να φτιάχνουμε καΐκια για τους σφουγγαράδες και τώρα οι Ευρωπαίοι μας πληρώνουν για να τα σπάμε… Τι να τα κάνεις τα εκατομμύρια αν είναι να σαπίσεις στη στεριά;».

Στο τελευταίο μας ταξίδι στη Σύμη, πριν αποπλεύσουμε για τον Ναύσταθμο, έτρεξα με τη στολή να αποχαιρετήσω τον λεβεντόγερο. Μόλις με είδε έμεινε με το στόμα ανοιχτό και το χέρι τεντωμένο να δείχνει τα γαλόνια στους ώμους μου.

«Μου ‘πες ότι είσαι από το πολεμικό αλλά, ο Καπετάνιος;» με ρώτησε με έκπληξη «κι εγώ σ’ έβαζα κι έτριβες τα ξύλα;» απόρησε με ένα σεβασμό που μ’ έκανε να νοιώσω άβολα.

«καπετάνιοι σαν κι εμένα δεν πιάνουν φράγκο μπροστά σου καπετάνιε μου» του λέω «σ’ ευχαριστώ για όσα μου ‘μαθες και προτιμώ εκείνο το γιέ μου που με φώναζες»

«κι εγώ σ’ ευχαριστώ γιέ μου, να σε φυλάει ο Αϊ Νικόλας» μου είπε και μ’ αγκάλιασε.

Πολύ μετά, αναλογιζόμενος αυτά που κάναμε στη θάλασσα με τα πλοία και στον αέρα με τα ελικόπτερα, πιστεύω ότι η ευχή του γεροκαπετάνιου έπιασε.

 

Η …εξέγερση των Καρπαθίων.

Εικοσιέξι μέρες περιπολία. Ήρθε η ώρα να μας αντικαταστήσει το αδελφό πλοίο και να γυρίσουμε στον Ναύσταθμο. Στη μέση της διαδρομής, έρχεται σήμα από το Αρχηγείο.

«Άμα λήψει πλεύσατε Κάρπαθο για συμμετοχή σε εορταστικές εκδηλώσεις. Συμμετοχή προσωπικού κατά κρίση Κυβερνήτου».

Στρίβουμε για Κάρπαθο και δένουμε στις τρείς τα ξημερώματα στο σκοτεινό λιμάνι. Πέφτω για ύπνο.

Ώρα 8 το πρωί, με ξυπνάει ο Αλέκος.

«Κύριε Κυβερνήτα, ήρθε κάποιος και σας ζητάει, είναι με τον κ.Ύπαρχο στο καρέ».

Ντύνομαι βιαστικά, ρίχνω μια χούφτα νερό στο πρόσωπό μου και κατεβαίνω στο καρέ. Εκεί είναι ο Ύπαρχος και ένας ξερακιανός γραβατωμένος, στην ηλικία μου πάνω κάτω.

«Καλημέρα, ο κύριος;» ρωτάω.

Μου λέει το όνομά του και

«είμαι ο Έπαρχος και ήρθα να κανονίσουμε τα της γιορτής»

«Τι γιορτάζουμε κύριε Έπαρχε;» ρωτάω.

«Την εξέγερση των Καρπαθίων στον Β’ΠΠ» μου λέει και συνεχίζει με αυταρχικό ύφος αυτοχρισθέντος προϊστάμενου

«και θέλω ένα άγημα από τριάντα ναύτες με όπλα για την εκκλησία και για τα αποκαλυπτήρια ενός αγάλματος στη συνέχεια, και δύο ναύτες για να δίνουν τα στεφάνια στους επίσημους».

Τον κοίταζα προσπαθώντας να θυμηθώ αν είχα ξανακούσει ή διαβάσει κάτι για την «εξέγερση των Καρπαθίων», το μυαλό μου πήγαινε συνέχεια προς τον …δράκουλα και χαμογελώντας ακουσίως λέω στον …επηρμένο κύριο Έπαρχο

«ξέρετε είμαστε σε περιπολία εικοσιέξη μέρες, η κατάσταση του ιματισμού του πληρώματος είναι σε κακό χάλι, χώρια η κούραση, κι επειδή η διαταγή του ΓΕΝ λέει συμμετοχή κατά την κρίση του Κυβερνήτη, ακούστε την …κρίση μου. Στην εκκλησία και στην τελετή στο άγαλμα θα παραβρεθεί ο Κυβερνήτης, ο Ύπαρχος και τρείς Υπαξιωματικοί με τη στολή τους. Αυτά.»

Ο Έπαρχος, εμφανώς ενοχλημένος, παίρνει το συνηθισμένο νεοελληνικό υφάκι του στυλ «ξέρεις σε ποιόν τα λες αυτά ρε» και μου λέει μάγκικα στον ενικό ενώ εγώ του μιλούσα στον πληθυντικό

«δηλαδή καπετάνιε, τώρα τι θες; Να κάνω ένα τηλέφωνο στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας να δούμε τι θα πεις μετά;»

Χωρίς να του απαντήσω, γυρίζω στον Ύπαρχο,

«Ύπαρχε, συνόδευσε τον κύριο εκτός πλοίου και αν προσπαθήσει να επιβιβαστεί ξανά να τον συλλάβεις».

Έξαλλος ο Έπαρχος φεύγει με ύφος «θα σου δείξω εγώ».

Ώρα 10:30, η αντιπροσωπεία των πέντε πλησιάζουμε με τα καλά μας προς την εκκλησία. Απέναντι από την εκκλησία, σ’ ένα καφενείο κάθεται ένας Ναύαρχος, ένας με πολιτικά και όρθιος ο Έπαρχος να αγορεύει με έντονες χειρονομίες και να δείχνει προς το πλοίο. Πλησιάζοντας αναγνωρίζω τον Ναύαρχο και αυτόν με τα πολιτικά που ήταν ο τότε Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας. Ο Έπαρχος τους ενημέρωνε φαίνεται για όσα συζητήθηκαν στο πλοίο με τη σιγουριά ότι «θα δείξει αυτός τώρα στον καπετάνιο ποιος μετράει…»

Φτάνοντας στην ομήγυρη χαιρετώ τους επισήμους και ο Έπαρχος μένει κάγκελο όταν ο Ναύαρχος λέει

«γεια σου Κώστα παιδί μου, πώς πάει, σας ταλαιπωρήσαμε με την αλλαγή του προγράμματος ε;»

και ο Υφυπουργός «κύριε Πλωτάρχα, τι κάνετε; Α, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω. Ξέρετε με τον Πλωτάρχη έχουμε πετάξει επανειλημμένα με το ελικόπτερο, τον γνωρίζω καλά κύριε Ναύαρχε».

Τσιμουδιά για τη γκρίνια του Έπαρχου. Που όπως κάθε θρασύς και γλοιώδης ετερόφωτος πολιτευτάκιας, μόλις κατάλαβε ότι οι επίσημοι γνωρίζουν καλά τον Πλωτάρχη, τα γυρίζει με μια μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα

«μα σας είπα εγώ, λεβέντης μου φάνηκε ο καπετάνιος» κτυπώντας μου την πλάτη φιλικά! Έτσι, ξεδιάντροπα!

Μέχρι και ο Υφυπουργός δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια…

Μετά πήγαμε όλοι στην εκκλησία για τη δοξολογία. Τελειώνοντας πορευτήκαμε μέχρι την κορφή του λόφου όπου είχε στηθεί μεγαλοπρεπές άγαλμα Καρπάθιου «πολεμιστή» ατενίζοντος το Αιγαίο για τα αποκαλυπτήρια.

Όσο διαρκούσε η τελετή, δίπλα μου στεκόταν ένας ψιλόλιγνος λιοκαμμένος ηλικιωμένος που ακούγοντας τις συνήθεις ομιλίες των επισήμων κουνούσε το κεφάλι του.

Ο κεντρικός ομιλητής, προφανώς ο δάσκαλος, έλεγε κι έλεγε για την εξέγερση των Καρπαθίων κατά των Ιταλών που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού από τον ζυγό. Επίσης προφανώς, ο διπλανός μου γέρων μάλλον διαφωνούσε για την ακρίβεια των εξιστορούμενων. Δεν άντεξα και τον ρώτησα.

Μου λέει χαμηλόφωνα

«άκου παιδί μου, εμείς εδώ δεν είχαμε και κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με τους Ιταλούς. Εκεί, κατά το τέλος του πολέμου σε μια παρεξήγηση για προσωπικά θέματα αγρίεψαν τα πράγματα και ο Διοικητής τους αποφάσισε να περιορίσει τη φρουρά στο στρατόπεδό τους για να μη γίνει σύρραξη. Εμείς τότε μάθαμε ότι τα άλλα νησιά είχαν ήδη περάσει στα χέρια των Αγγλοελλήνων και απορούσαμε γιατί δεν έρχονται και σε μας. Τότε πήραμε απόφαση να πάει αντιπροσωπεία μας στην Αλεξάνδρεια και να ζητήσει τη βοήθεια των συμμάχων. Τέσσερεις ήμασταν, εγώ ο νεώτερος, που πήγαμε με μια βάρκα με κουπιά κι ένα παλιόπανο και καταφέραμε να φτάσουμε στην Αίγυπτο. Πήγαμε και βρήκαμε τους στρατηγούς και τους είπαμε «τι θα γίνει, εμάς δεν θα μας απελευθερώσει κανείς;» Κι έτσι έστειλαν ένα αντιτορπιλικό με άγημα υπό τον γνωστό Τσιγάντε στον οποίο, μόλις αποβιβάστηκε, ο Ιταλός Διοικητής παρέδωσε όλη τη φρουρά αυθορμήτως. Αυτή είναι η εξέγερση των Καρπαθίων».

«Και καλά» του λέω «γιατί δεν έκαναν άγαλμα σε σας για το σπουδαίο κατόρθωμά σας να φτάσετε μέχρι την Αλεξάνδρεια με τα κουπιά αλλά φτιάχτηκε όλο αυτό το σενάριο;»

«Ε, το έταξε ο παπάς (ο Μητροπολίτης Δωδεκανήσου) να μας κάνει μεγαλεία και να φέρει και την κυβέρνηση εδώ, να ακουστούμε. Και είδες; Το ‘κανε!»

Η συνέχεια είχε τραπέζωμα στην παραλία, παραδοσιακούς χορούς από τις όμορφες Καρπαθιοτοπούλες και μπόλικη ρακή που έπινα στην υγειά του θαλασσόλυκου γέροντα που καθόταν δίπλα μου και μου ‘λεγε ιστορίες. Όρκο δεν παίρνω αν ήταν όλες αληθινές, τις απόλαυσα όμως.

 

 Οι νεοραγιάδες

Αυτό που μας έκανε εντύπωση εμάς που μεγαλώσαμε και ζήσαμε στις πόλεις και τα χωριά της στεριανής Ελλάδας ήταν το πώς μας υποδέχονταν οι ακρίτες νησιώτες. Η χαρά που βλέπαμε στα μάτια τους μόλις το γέρικο και καθόλου εντυπωσιακό «πολεμικό» μας έδενε σε κάθε λιμάνι και λιμανάκι κάποιου νησιού του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Το νόημα που διαβάζαμε στα μάτια τους όταν κοίταζαν τη σημαία του πλοίου. Και φυσικά το φιλόξενο αγκάλιασμα μικρών και μεγάλων του πληρώματος για όσο διάστημα μέναμε δεμένοι εκεί. Στη Σύμη, στη Νίσυρο, στο Καστελλόριζο, στη Λέρο, στην Τήλο, στην Κάρπαθο, παντού.

Η μόνη εξαίρεση, το μόνο νησί όπου αισθανόμασταν ότι πιάναμε σε ξένο μέρος ήταν η Ρόδος.

Στην πρώτη μου «επίσκεψη» με το πλοίο εκεί, μετά από ολονύκτια περιπολία, πήρα τον Ύπαρχο και βγήκαμε στην πόλη για ένα καφέ και το απαραίτητο περπάτημα. Κουρασμένοι και με απλά πολιτικά ρούχα περπατήσαμε μέχρι το κέντρο και βρήκαμε μια καφετέρια που είχε και μια μεγάλη ταμπέλα «breakfastserved». Είπαμε να κάτσουμε για καφέ, να τσιμπήσουμε και κάτι για πρωινό.

Στρογγυλοκαθήσαμε και σε λίγο έρχεται ο σερβιτόρος.

«Παρακαλώ;» μας λέει.

«Δύο καφέδες νες με γάλα» του λέω και «τι καλούδια έχετε για πρωινό;» τον ρωτάω.

«Α, πρωινό σερβίρουμε μέχρι τις εννέα και τώρα είναι εννέα και τέταρτο» μου λέει.

Εθισμένοι στην τήρηση των …κανονισμών, του είπαμε να μας φέρει τους καφέδες χωρίς να το συζητήσουμε άλλο.

Την ώρα που μας έφερνε τους καφέδες, μια παρέα τεσσάρων τουριστών με τα σακίδια στην πλάτη και σαγιονάρες στα αμφιβόλου καθαριότητας ποδάρια τους κάθισαν στο διπλανό τραπέζι και παρήγγειλαν κάτι στον σερβιτόρο. Στην τρίτη ρουφηξιά του καφέ μου βλέπω τον σερβιτόρο να φέρνει στο διπλανό τραπέζι έναν δίσκο με μαρμελάδες, βούτυρα, τυριά, χυμούς, πλήρες πρωινό και μια καράφα καφέ.

Φωνάζω τον σερβιτόρο και του λέω «φέρε μας σε παρακαλώ μία από τα ίδια που έφερες στους τουρίστες. Και μη μου πεις για την ώρα γιατί το ρολόι σου δεν πάει καλά».

Με κοίταξε περίεργα και έφυγε.

Σε λίγο μια ευτραφής κυρία, προφανώς η ιδιοκτήτρια της καφετέριας, με ύφος Μαρίας Αντουανέτας πλησίασε για να ζητήσει …εξηγήσεις.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σας παιδιά;» μας λέει με υποτιμητικό ύφος;»

«Ξεπερνάω το παιδιά, κυρία μου, και επαναλαμβάνω αυτό που είπα στον σερβιτόρο. Θέλουμε μία από τα ίδια με αυτά που σερβίρατε στο διπλανό τραπέζι» της λέω ήρεμα.

«Δεν σερβίρουμε πρωινό μετά τις εννιά, αυτοί είναι τουρίστες και πρέπει να τους εξυπηρετούμε» μου λέει.

«Ακούστε κυρία μου, οι τουρίστες αυτοί, αν ο λογαριασμός τους είναι 82 δραχμές, τόσες ακριβώς θα σας αφήσουν. Οι Έλληνες θα σας άφηναν 100. Λοιπόν, ή θα μας φέρετε πρωινό για δύο άτομα ή σε μισή ώρα θα φέρω εδώ πενήντα άτομα και θα φτιάχνετε πρωινά μέχρι να βραδιάσει. Αν για να μας εξυπηρετήσετε πρέπει να σας το πούμε και Αγγλικά, πολύ ευχαρίστως να το κάνω.»

Ξίνισε η μούρη της αλλά πρωινό φάγαμε. Στις δέκα.

Κι επειδή η συμπεριφορά αυτή επαναλήφθηκε και σε άλλα «μαγαζιά» της Ρόδου όπου εκείνη την εποχή η δραχμή δεν ενδιέφερε καθόλου τους Ροδίτες, ζήτησα από το Αρχηγείο να μη ξαναβάλουν στο πρόγραμμα της περιπολίας παραμονή στο λιμάνι της Ρόδου.

 

Ο Περικλής

Ο Περικλής ήταν ένας από τους τρείς Επίκουρους Σημαιοφόρους που υπηρετούσαν τη θητεία τους σαν Μάχιμοι Αξιωματικοί έχοντας προϋπηρεσία στο Εμπορικό Ναυτικό.

Και οι τρείς ήταν εξαιρετικοί, ο Περικλής ξεχώριζε για τη σεμνότητά του και τη σχολαστική τήρηση όλων των τύπων. Ο ορισμός του καλού παιδιού και καλού στρατευμένου.

Ο μεγάλος Διοικητής όλων των πλοίων του Ναρκοπολέμου είχε εστιάσει την προσοχή του στο ΑΚΤΙΟΝ ψάχνοντας να …βρει παράπτωμα και ευκαιρία να εξασκήσει Διοίκηση σε περίπτωση αστοχίας στην εκτέλεση των αποστολών του. Όλα όμως πήγαιναν ρολόι. Σε μεγάλες ασκήσεις του Στολίσκου του επέβαινε με το Επιτελείο του σε μία από τις δύο Ναρκοθέτιδες του Στόλου για να εποπτεύει τις ασκήσεις.

Όταν επέβαινε στο ΑΚΤΙΟΝ είχε την κακή συνήθεια να επεμβαίνει στον τρόπο που χειριζόμουν το πλοίο. Είχε άγχος μη γίνει καμιά …στραβή με αυτόν επί του πλοίου και του φόρτωναν ευθύνες. Συνηθισμένος εγώ από τις ταχύτητες των ελικοπτέρων, πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι το ρημάδι το πλοίο δεν κουνιέται. Έτσι όταν πήγαινα να παραβάλω (να πλαγιοδετήσω), το έκανα με μία ταχύτητα που εμένα μου φαινόταν εκνευριστικά αργή αλλά του Διοικητή του φαινόταν …υπερηχητική. Στεκόταν από πίσω μου και επαναλάμβανε εκνευριστικά «Κώστα έχεις φόρα, Κώστα έχεις φόρα» και χτυπούσε νευρικά το πόδι του στα πανιόλα.

Δεν του απαντούσα, έκανα τη δουλειά μου και πάντα δέναμε ασφαλώς.

Το έκανε μία, το έκανε δύο, το έκανε τρείς φορές οπότε την τέταρτη, πηγαίνοντας να δέσουμε στον Πόρο, φώναξα τον Περικλή.

«Περικλή, επειδή την ώρα που πάμε να δέσουμε, ο Διοικητής κάτι λέει πάντα αλλά δεν τον ακούω καλά, θα κάθεσαι πίσω μου και θα επαναλαμβάνεις αυτά που λέει. Δυνατά. Κατάλαβες;»

«Μάλιστα κύριε Κυβερνήτα» απαντάει ο Περικλής σε στάση προσοχής.

Πλησιάζαμε λοιπόν στον ντόκο όταν άρχισε το γνωστό τροπάριο.

«Κώστα έχουμε φόρα!» ο Διοικητής.

«Κύριε Κυβερνήτα, έχουμε φόρα!» ο Περικλής.

«Κώστα έχουμε φόρα!!» πιο ανήσυχος ο Διοικητής».

«Κύριε Κυβερνήτα έχουμε φόρα!!» πιο δυνατά ο Περικλής.

Στην τρίτη επανάληψη του «έχουμε φόρα» γυρίζω στον Περικλή και του φωνάζω άγρια

«Πού την είδες τι φόρα ρε Σημαιοφόρε; Γίδια έβοσκες πριν μπεις στη θάλασσα; Άσε με να κάνω τη δουλειά μου!».

Ο Διοικητής κατέβηκε βιαστικά από τη Γέφυρα και δεν ξανανέβηκε ποτέ σε παραβολή του πλοίου.

Ο Περικλής, αναψοκκινισμένος, διαμαρτυρόταν

«μα εγώ…, εσείς δεν μου είπατε…, εγώ επαναλάμβανα» μέχρι που κατάλαβε τη …συνωμοσία.

«Δεν παίζεστε κύριε Κυβερνήτα» κατέληξε κοκκινίζοντας.

 

 

Το συσσίτιο

Το συσσίτιο είναι από τις βασικότερες συνιστώσες συνοχής του πληρώματος και της καλής λειτουργίας ενός πλοίου.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες ανταρσίες σε πλοία στην παγκόσμια ιστορία ξεκίνησαν από τη διαμαρτυρία για το συσσίτιο.

Δεδομένου ότι ο χώρος αποθήκευσης τροφίμων στα πλοία είναι περιορισμένος, η διαχείριση των τροφίμων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε να εξισορροπείται η επάρκεια με την ποιότητα σίτισης.

Στο ΑΚΤΙΟΝ βρήκα τη χρυσή τομή.

Διαχειριστή της αποθήκης τροφίμων όρισα ένα Ναύτη, πτυχιούχο Θεολόγο, εξ ορισμού υπερσυντηρητικό που ζύγιζε ακόμα και το …τσάι σε ψηφιακή ζυγαριά γραμμαρίων ώστε να μην πέσει έξω στη διαχείριση της αποθήκης.

Επικεφαλής της Επιτροπής συσσιτίου, που είναι υπεύθυνη για την παραλαβή των τροφίμων από την αποθήκη και τη χρήση τους για την παρασκευή του φαγητού, όρισα τον δίοπο Νοσοκόμο του πλοίου που έκανε χρέη γιατρού. Ο δίοπος αυτός ήταν και μέλος της ΚΝΕ (γι αυτό άλλωστε υπηρετούσε και στο …ΑΚΤΙΟΝ), …εξ ορισμού προστάτης των δικαίων του λαού και ως τέτοιος καταπίεζε τον συντηρητικό αποθηκάριο να βάζει και κάτι παραπάνω από τα προβλεπόμενα.

Έτσι, και η αποθήκη μας ήταν πάντα άψογη διαχειριστικά και το πόπολο ικανοποιημένο…

 

Το …ρουσφέτι

Ο …κομμουνιστής δίοπος Νοσοκόμος, ο γιατρός μας, ήταν ένας εξαιρετικός νέος επιστήμονας, πολύτιμος για τις γνώσεις του και άψογος στη συμπεριφορά του τόσο με τους ανωτέρους του όσο και με τους υπόλοιπους ναύτες.

Κάποτε ήρθε ένα σήμα από το ΓΕΝ που ζητούσε από τους στρατευμένους γιατρούς να δηλώσουν αν θέλουν να υπηρετήσουν το υπόλοιπο της στρατιωτικής τους θητείας σε απομακρυσμένα Αγροτικά Ιατρεία ανά την Ελλάδα λόγω έλλειψης πολιτών γιατρών.

Φώναξα τον δίοπο και τον ρώτησα αν θέλει.

«Θέλω» μου είπε «αλλά είμαι σίγουρος ότι λόγω φακέλου δεν πρόκειται να με πάρουν εμένα. Δεν με πολυστενοχωρεί γιατί μια χαρά είμαι και εδώ στο πλοίο

«Ρε θέλεις; Είναι καλό για την εξέλιξή σου ως γιατρός; Ξέχνα τους φακέλους και τα τέτοια, έχουν περάσει αυτά» τον ξαναρωτάω. «Σίγουρα θα γλύτωνα πολύτιμο χρόνο από τις τυπικές υποχρεώσεις για να συνεχίσω για ειδικότητα» μου λέει.

«Ασ’ το επάνω μου» του απαντώ.

Μόλις πιάσαμε στον Ναύσταθμο παίρνω το αυτοκίνητο για να πάω στη Διοίκηση Ναυτικής Εκπαιδεύσεως που ήταν και η αρμόδια για την υλοποίηση των μετακινήσεων-μεταθέσεων των ναυτών.

Ο αρμόδιος για τις τοποθετήσεις των στρατευμένων Πλοίαρχος ήταν γνωστός μου και σκέφτηκα ότι μπορούσα να του ζητήσω μια «χάρη» -που δεν ήταν χάρη γιατί ο δίοπος το άξιζε-.

Στον δρόμο μου ήταν και μια άλλη υπηρεσία όπου υπηρετούσε κολλητός φίλος και συμμαθητής και βρήκα την ευκαιρία να τον δω κι αυτόν.

Καθώς λέγαμε τα δικά μας, εμφανίστηκε ένας ανώτερός μας αξιωματικός που μόλις με είδε μου λέει

«Ρε Κώστα στο ΑΚΤΙΟΝ δεν είσαι; Έχω ένα πολύ συγγενικό μου πρόσωπο εκεί που θέλω να το προσέχεις»

«Όλους τους προσέχω αλλά πέστε μου ποιος είναι;»

«Ο γιατρός του πλοίου».

«Α, γι αυτόν πηγαίνω τώρα στη Διοίκηση Ναυτικής Εκπαιδεύσεως για να ζητήσω να τον συμπεριλάβουν στα Αγροτικά Ιατρεία.»

«Ωραία! Πες του Ναυάρχου αν τον δείς ότι ενδιαφέρομαι και εγώ προσωπικά και το ξέρω το παιδί, σόι είμαστε» μου λέει καμαρώνοντας το …κύρος του που θα επιδρούσε θετικά στην απόφαση του Ναυάρχου.

Έφυγα και παρουσιάστηκα στον Πλοίαρχο -και όχι στον Ναύαρχο- που με δέχτηκε εγκάρδια και, αφού του εξήγησα την ανάγκη επέμβασής του σε περίπτωση που κάποιοι θα επικαλούνταν τα …φρονήματα του διόπου για να απορρίψουν το αίτημά του, με διαβεβαίωσε ότι το αίτημά του θα γίνει αποδεκτό. Έτσι δεν θεώρησα αναγκαίο να του αναφέρω και το ενδιαφέρον του «συγγενή» αξιωματικού.

Στον γυρισμό για το πλοίο πέρασα πάλι από την υπηρεσία του φίλου μου. Να ‘σου και ο ανώτερος.

«Τι έγινε Κώστα; Εντάξει με τον Ναύαρχο;» ρωτάει.

Σκέφτηκα ότι αφού η αποστολή είχε πετύχει, γιατί να μην αφήσω και αυτόν ευχαριστημένο να παινεύεται στο σόι.

«Όλα εντάξει κύριε Αντιπλοίαρχε, στην αρχή έκανε ο Ναύαρχος (που δεν είχα δεί βεβαίως) λίγο τον δύσκολο αλλά όταν είπα ότι είναι συγγενής σας και ενδιαφέρεστε και εσείς προσωπικά, αμέσως είπε ότι θα το τακτοποιήσει το θέμα» τον …παραμύθιασα.

Χαμογέλασε αυτάρεσκα για την επίδραση της προσωπικότητάς του στη …Ναυαρχική απόφαση.

«Βέβαια δυσκολεύτηκε στην αρχή γιατί ο συγγενής σας είναι μέλος της ΚΝΕ, και οι φάκελοι δεν έχουν καεί ακόμα, αλλά αφού εγγυάστε εσείς…» του είπα υπό την διαχρονική τάση μου να τσιγκλάω όσους …αυτοθαυμάζονται χωρίς λόγο.

«Τιιιι; Είναι μέλος της ΚΝΕ και είπες του Ναυάρχου ότι τον ξέρω και εγγυώμαι; Δεν το ξέρω το κομμούνι, δεν τον έχω δει καν, μια μακρινή ξαδέρφη μου μ’ έχει πρήξει από τότε που κατατάχθηκε ο τσόγλανος, μ’ έκαψες!» εξερράγη τσιρίζοντας στην προοπτική να χαρακτηριστεί «φιλοκομμουνιστής» και να …κηλιδωθεί η σταδιοδρομία του.

Κλαυσίγελως….

Να ‘σαι καλά διοπάρα, όπου κι αν είσαι. Κι εσύ αποθηκάριε!

 

Η Αναστασία η …φαρμακολύτρια

Με ολιγοήμερη άδεια στη Θεσσαλονίκη, καθόμουν σε μαλακό καναπέ φιλικού σπιτιού και συζητούσα ευχάριστα με πολυπληθή παρέα μέχρι να έρθει ακόμα μια κοπέλα για να πάμε όλοι μαζί για φαγητό.
Κτύπησε το κουδούνι, κάποιος άνοιξε την πόρτα και στο συνωστισμό του μικρού σαλονιού φάνηκαν, καθώς έμπαινε, πρώτα οι γάμπες της.
Όπα! Συναγερμός επιφανείας! Συναγερμός επιφανείας! Κουδούνια βαρούσαν στ’ αυτιά μου και μια διακριτική καρδιακή ταχυαρρυθμία συνοδευόμενη από αίσθημα λιγώματος σαν κι αυτό που πρωτονοιώθει κανείς όταν ακουμπά για πρώτη φορά το πόδι του στο πόδι της συμμαθήτριας στην Πρώτη Δημοτικού.
Επειδή βεβαίως είχαν περάσει καμιά εικοσαριά χρόνια από την Πρώτη Δημοτικού, ο υπότιτλος στη λάμψη του μυαλού μου εκείνη τη στιγμή έγραψε «Μ’ αυτές τις γάμπες θέλω να κάνω παιδιά!»
Στη συνέχεια, πλησίασε για τις συστάσεις. «Νανά», «Κωστής». Και είδα τα μάτια της. Αμυγδαλωτά (αργότερα έμαθα ότι ο μπαμπάς ήταν από τις …Αμυγδαλιές Γρεβενών, εμ γι αυτό), καστανά, ζεστά, αθώα και πονηρά ταυτόχρονα.
«Χάρηκα» μου είπε και η κρυστάλλινη φωνή της με συνεπήρε (αργότερα έμαθα ότι η μαμά της ήταν από τα …Αηδόνια Γρεβενών, εμ και γι αυτό).
«Καταχάρηκα» της είπα και καθίσαμε ταυτόχρονα στον μαλακό καναπέ που μας ανάγκασε να ακουμπήσουμε ο ένας πάνω στον άλλον. Ακουμπούσα Τις γάμπες!
Κι ήμουν πρόθυμος να τις ακουμπάω για πολύ αλλά όλοι οι άλλοι πεινούσαν και φύγαμε για μπριζόλες στη σούβλα.
Τυχαία(;) κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι και έτρωγε σεμνά και ταπεινά τη μπριζόλα της ενώ εγώ έτρωγα αυτήν με τα μάτια, γευόμουν το κρύσταλλο της φωνής της και ξεδιψούσα με το χαμόγελό της.
Ε, τι κι αν κρύβονταν τώρα κάτω από το τραπέζι, μ’ αυτές τις γάμπες εγώ θα κάνω παιδιά.

Στόχος που αποδείχτηκε πολύ δύσκολος. Περιπλανώμενος στα Αιγαία με το ΑΚΤΙΟΝ, μόνιμος κάτοικος Αθηνών αποξενωμένος για πολλά χρόνια από τη Θεσσαλονίκη, έντεκα και κάτι χρόνια μεγαλύτερος, οι μνηστήρες στην …Ιθάκη πολλοί, οι ελπίδες λιγοστές αλλά πεθαίνουν τελευταίες. Είχα και τον Αλέκο που όταν έμπαινε στο δωμάτιό μου το πρώτο πράγμα που έλεγε κοιτώντας τη φωτογραφία της Νανάς στο γραφείο μου «Τι μάτια Θεέ μου!»…
Για ενάμισι χρόνο χρησιμοποίησα ό,τι όπλο υπάρχει στο ‘οπλοστάσιο πυρομαχικών αγάπης’.
Οι Σύλλογοι Ανθοπωλών Αθηνών και Θεσσαλονίκης θα έπρεπε να με κάνουν επίτιμο μέλος τους, ο συγγραφικός μου οίστρος ανέβηκε στα Ιμαλάια, τα ΕΛΤΑ σκέφτηκαν να με κάνουν γραμματόσημο τιμής ένεκεν για τον τζίρο που τους έκανα, ο ΟΤΕ ξεσάλωσε, ο Κρις ντε Μπεργκ με τα ροκ αγαπησιάρικά του πολιορκητικός κριός που βρόνταγε ανελέητα το κάστρο της καρδιάς της, ε, χρειάστηκαν και μερικές έκτακτες άδειες προς Θεσσαλονίκη για επίδειξη του …πώς βροντούν τα …κανόνια του Πολεμικού Ναυτικού, ήρθε κι έδεσε το γλύκισμα.
Αφού περιπολώντας στα θαλάσσια σύνορα έναν δύσκολο χειμώνα, έγινα ακόμα και ποιητής για χάρη της γράφοντας, μεταξύ άλλων:

Είναι στιγμές που στη φουρτούνα του μυαλού μου,
μικρός Μεγαλέξαντρος
ρωτώ περαστικά καράβια,
ζει η γοργόνα μου;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, έγειρε κατά εδώ η δύσκολη. Την έπεισα, μάλιστα, να κατεβεί κρυφά στην Αθήνα για δυό μέρες οπότε αμέσως την πήρα να κυνηγηθούμε ρομαντικά στα λουλουδάτα λιβάδια των παρυφών της Αττικής γης, κατά πώς πράττουν οι σοβαρά ερωτευμένοι. Για να διαπιστώσουμε κι οι δυό, μετά το αγαπησιάρικο κυνηγητό, σε σλόου μότιον-αργή κίνηση όπως δείχνουν στο σινεμά, ότι είχε τουμπανιάσει από αλλεργία στις ρομαντικές παπαρούνες οπότε αρχίσαμε να κυνηγάμε τον χρόνο για έγκαιρη άφιξη στο Σισμανόγλειο! Στράφι η ρομάντζα!
Με το ‘γλυκό’ όμως δεμένο πια, με τις αντιρρήσεις των δικών της γλυκαμένες κι αυτές, 25 Ιουνίου του ’85 κατέπλευσα με την ηρωική Ναρκοθέτιδα ΑΚΤΙΟΝ και τέσσερα Ναρκαλιευτικά από πίσω στη γενέθλια πόλη μου. Επιστρέφοντας στον Ναύσταθμο θα παρέδιδα τα καθήκοντα του Κυβερνήτη κι έτσι σκέφτηκα την αποχαιρετιστήρια μικρογιορτή προς το πλήρωμα να την κάνω την τελευταία ημέρα πριν φύγω από τη Θεσσαλονίκη.
Κάλεσα και τους γονείς μου που μέχρι τότε δεν είχαν την ευκαιρία να δουν πολεμικό πλοίο και, τέλος, κάλεσα και τους δικούς της μπας και ανεβάσω τις μετοχές μου προς αυτούς με τα κυβερνητιλίκια μου!
Γέμισε η Γέφυρα του πλοίου με τα καλούδια της Θεσσαλονίκης. Σουτζουκάκια απ’ τον Ρογκότη, σπανακοτυροπιτάκια Αργυρόπουλου, σουβλάκια, κρασιά, ούζα, μεζεκλίκια, μουσική υπόκρουση, όλο το πλήρωμα του ΑΚΤΙΟΝ παρόν και πολλοί από τα τέσσερα Ναρκαλιευτικά που το συνόδευαν.
Αφού ήπιαμε, γελάσαμε, κρυφοκαμάρωναν οι γονείς, εντυπωσιάστηκε η πεθερά και πείστηκε ο πεθερός ότι ήμουν σοβαρός άνθρωπος ώστε να ανεχθεί τυχόν απώλεια της κόρης, ήρθε η ώρα να εκφωνήσω τον αποχαιρετιστήριο λόγο μου στο πλήρωμα.
Αφού τους ευχαρίστησα όλους για τη συνεργασία και την απόδοσή τους, μίλησε η καρδιά μου και είπε:

«Ειλικρινά, παραδίδοντας το πλοίο αισθάνομαι ότι χωρίζομαι από την οικογένειά μου γιατί έτσι ένοιωσα με όλους σας, ακόμα και με το γέρικο αυτό σκαρί, στα εύκολα και στα δύσκολα που περάσαμε μαζί για έναν χρόνο.»
Μετά ζήτησα να βγει μπροστά ο παλιότερος Ναύτης του πλοίου, και συνέχισα:
«Κλείνοντας αναπόφευκτα τον κύκλο αυτής της οικογένειας, σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από αυτή για να θεμελιώσω μια νέα και μόνιμη. Γι αυτό, σε παρακαλώ να περάσεις αυτό το δαχτυλίδι στην Νανά και αυτό σ’ εμένα για να στεριώσει η νέα οικογένειά μου για πάντα».
Ο Ναυτάκος, έκπληκτος και ψιλοτρεμάμενος από το αναπάντεχο κουμπάριασμα με τον κυβερνήτη, μας πέρασε τις βέρες, η Νανά πιο έκπληκτη, εμβρόντητη μεν χαρούμενη δε. Ωραία!
Δια του αιφνιδιασμού των πάντων, Νενικήκαμεν!
Το …κάστρο ισοπεδώθηκε, η πεθερά κοντολιποθύμησε, η μάνα κορδονόταν, ο πατέρας φανεροκαμάρωνε, ο πεθερός το πήρε απόφαση και άνοιξε την αγκαλιά του και τα ναρκαλιευτικά ξεσήκωναν τη Θεσσαλονίκη με τις μπουρούδες τους να ηχούν αυθορμήτως τα χαρμόσυνα στους φραπεδοπίνοντες θαμώνες της Πλατείας Αριστοτέλους.
Κι εγώ να βλέπω τα μάτια της να χαμογελούν, να φωτίζουν τη Δύση σα να ξημέρωνε ξανά, να μοιράζει και να μοιράζεται χειραψίες και φιλιά, συχαρίκια και ευχές.
Στις δυό του Μάρτη ’86 παντρευτήκαμε. Το ίδιο βράδυ φυτεύτηκε το πρώτο μας παιδί, ο γιός!
Εγώ το ‘πα. Μ’ αυτές τις γάμπες θα κάνω παιδιά…

Ο …χωρισμός

Γυρνώντας στον Ναύσταθμο, όλος ο Στολίσκος των Ναρκαλιευτικών αποπλέει για μικρής διάρκειας Άσκηση κατά την οποία επιβιβάστηκαν στο πλοίο ο αρεσκόμενος στα τυπικά Διοικητής και ο υπό παραλαβή αντικαταστάτης του για να ενημερωθεί. Με δύο Διοικητές επί του πλοίου, το πλήρωμα δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Ό,τι δοκιμασία και να υπήρχε στα Εγχειρίδια για Έλεγχο της μαχητικής ικανότητας του πλοίου το αποτέλεσμα ήταν άριστο. Τελευταία, τα πυρά. Άστραψε και βρόντηξε το ΑΚΤΙΟΝ, εμφανές το χαμόγελο στον υπό παραλαβή Διοικητή, εμφανής ο …προβληματισμός του παλαιού γιατί δεν εύρισκε ευκαιρία για παρατήρηση. Ώσπου την βρήκε. «Γιατί δεν κατευθύνει τα πυρά ο Αξιωματικός Πυροβολικού αλλά ο Υπαξιωματικός Πυράρχης;» ρωτάει αυστηρά. «Γιατί το «Πυράρχης» σημαίνει ότι «άρχει των πυρών» του απαντώ για να δω τον υπό παραλαβή να ξαναχαμογελάει… και αυτόν να ξυνίζει. Δεν είχε τύχει να έχω συνυπηρετήσει ποτέ με τον καινούργιο Διοικητή. Ούτε τον ήξερα ούτε με ήξερε. Την επόμενη μέρα παρέλαβε τα καθήκοντά του κι εγώ του παρουσιάστηκα για να υπογράψει το Φύλλο Πορείας μου για τη μετάθεσή μου στο Γενικο Επιτελείο Ναυτικού, πρώτη φορά σε Γραφείο. «Λυπάμαι που δεν θα συνυπηρετήσουμε» μου λέει «αλλά χαίρομαι γιατί εκεί πάνω που πάς χρειάζονται και μερικούς θαλασσινούς σαν κι εσένα». Ένοιωσα ότι φεύγω παρασημοφορημένος…

 

Κοντά τριάντα χρόνια μετά, τα αισθήματά μου παραμένουν τα ίδια. Τόσο για την Αναστασία την …φαρμακολύτρια όσο και για το ΑΚΤΙΟΝ και το απίθανο τσούρμο του.

—————————————————————————-

 

Και φαίνεται ότι τα αισθήματα του τσούρμου ήταν αμοιβαία αν κρίνω από τα μηνύματα που πήρα από αρκετούς που προσπάθησαν να ανακτήσουν επαφή μαζί μου τριάντα χρόνια μετά όταν εκδόθηκε το βιβλίο μου για τον Ναύαρχο Παππά και το ΒΕΛΟΣ. Ένα χαρακτηριστικό του πώς ξεπερνούσαμε τις δυσκολίες στο καράβι μου θύμισε ένας καλός μου ναύτης γράφοντας στο ηλεκτρονικό μήνυμά του:

«Η ερώτηση του Κυβερνήτη που ακούστηκε από το μικρόφωνο της γέφυρας του Ν/Θ ΑΚΤΙΟΝ ένα βράδυ που το καραβάκι μας κούναγε πολύ, γιατί.. το ‘πιανε η θάλασσα, χαλάρωσε τα νεύρα μας και έδιωξε τις όποιες σκέψεις κάναμε για ναυάγια, κόψιμο του πλοίου στα δυο, και άλλα τέτοια.

Γιατί οι αγελάδες έχουν καβλέ ύφος; Πάσα ομοιότητα με τον Ύπαρχο απορρίπτεται.

Και η απάντηση είναι γιατί αν σου τραβάνε τα στήθια κάθε μέρα και σε πηδ… μια φορά το χρόνο, τέτοιο βλέμμα θα ‘χεις!

Το γέλιο που έπεσε δεν νομίζω να το φαντάζεστε.

Αυτό το περιστατικό είναι ένα από τα χιλιάδες που έρχονται μερικές φορές στο μυαλό μου και είναι μόνο καλές αναμνήσεις.

Λιμάνι Θεσσαλονίκης ένα απόγευμα στην γέφυρα του πλοίου.

Ο πιο παλιός ναύτης του πλοίου να έρθει να μας περάσει τις βέρες!!

Απίστευτα πράγματα συνέβαιναν εκεί, και σε όσους τα λέγαμε δεν μας πίστευαν..

Άκουσα το επώνυμο σας στην παρουσίαση του βιβλίου για το γνωστό κίνημα και έψαξα το e-mail σας για να σας γράψω δυο λέξεις.

Ελπίζω να είστε εσείς…

Κυπ…..ς Κυριάκος  (Εσχαρεύς)  ΝΘ ΑΚΤΙΟΝ 1984-1986»

Εγώ είμαι κληρούχα! Και σας ευχαριστώ όλους για όσα μου δώσατε ΕΣΕΙΣ κατά τη συνυπηρεσία μας στη Ναρκοθέτιδα ΑΚΤΙΟΝ.

Θαλασσινές ιστορίες …αέρος

Άλμπουμ0063

Βλέποντας ένα βίντεο με την προσνήωση ενός ελικοπτέρου σε συνθήκες θαλασσοταραχής ΕΔΩ

ήρθαν στο μυαλό μου μνήμες ανάλογων εμπειριών που όλοι οι χειριστές Ελικοπτέρων του Ναυτικού έχουμε βιώσει. Και είναι αυτές οι εμπειρίες που δεν μπορούν να …φορολογηθούν ούτε να «κουρευτούν» από τα πολιτικά στουρνάρια μας.

1979-1980. Μεγάλη Άσκηση του Στόλου στο Αιγαίο. Μόνο δύο πλοία μπορούσαν να φέρουν Ελικόπτερο, τα Αντιτορπιλικά ΜΙΑΟΥΛΗΣ και ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ. Αξιωματικός Ε/Π στο ΜΙΑΟΥΛΗΣ η αφεντιά μου. Με την έναρξη της Άσκησης, πήραμε το Ε/Π (ένα Allouette III) από το Ελικοδρόμιο και προσνηωθήκαμε ωραία και καλά στο πλοίο που ήταν σε τσαμαδούρα του Ναυστάθμου. Το καλοδέσαμε και το πλοίο απέπλευσε.

Την πρώτη μέρα όλα καλά. Και ο καιρός επίσης με εξαίρεση κάτι χαμηλές ομίχλες. Δεν θυμάμαι αν σ’ αυτή την άσκηση είδα και την πρώτη φάλαινα στο Αιγαίο, πάνω απ’ τον Καβο Ντόρο, με ένα φαλαινάκι σαν τορπίλη να στρυφογυρίζει δίπλα της. (όταν ανέφερα την παρουσία της, οι από τα πλοία με «ψιλοχλεύαζαν» ότι τάχα είδα ένα πυργίσκο Υποβρυχίου και το πέρασα για φάλαινα. Έλα μου όμως που είχα την OLYMPUS μαζί μου… Και μετά την άσκηση …κατάπιαν τα σχόλια)

Τις επόμενες μέρες ο καιρός αγρίεψε. Και όταν λέμε αγρίεψε, ΑΓΡΙΕΨΕ. Το Ε/Π δεμένο στην πρύμη έτρωγε φρέσκα τα κύματα, ο καιρός απαγορευτικός για πτήσεις, ξενύχτι ανήσυχο, λήθαργος με τη φόρμα το πρωί στο κρεβάτι. Δεμένος για να μη βρεθώ κάτω από το μποτζάρισμα. Ξαφνικά, ακούω από τα μεγάφωνα «Υποπλοίαρχος Γκορτζής στη Γέφυρα, Προετοιμασία απονήωσης Ε/Π»!

Κάποιος τρελλάθηκε, σκέφτηκα. Ανεβαίνω πηγαινοερχόμενος σαν μαριονέτα απ’ το μπότζι στη Γέφυρα. Είναι ήδη εκεί ο Κυβερνήτης. «Γκορ (έτσι με φώναζε), έχουμε πρόβλημα. Ένας ναύτης σε μιά τορπιλάκατο, χτύπησε άσχημα, ένα γραμματοκιβώτιο του ήρθε στο κεφάλι απ’ το μποτζάρισμα και είναι αναίσθητος. Η τορπιλάκατος έχει μπεί στο Βουρκάρι της Τζιάς και ο Διοικητής μας διέταξε να πάμε να τον πάρουμε και να τον μεταφέρουμε στον Πειραιά.»

«Κύριε Κυβερνήτα, είμαστε τελείως εκτός από τα όρια κλίσεων και έντασης ανέμου για απονήωση». «το ξέρω γαμώ το, ούτε μέσα να μπούμε μπορούμε, πάμε να μιλήσουμε στον Διοικητή».

Ο Κυβερνήτης στο ραδιοτηλέφωνο «κύριε Διοικητά, σχετικά με την τορπιλάκατο, με τέτοιο καιρό δεν μπαίνει το Αντιτορπιλικό στο Βουρκάρι, δεν μπορεί να βγεί έξω κάποια βάρκα να τον φέρει, Ελικόπτερο δεν μπορώ να σηκώσω εκτός ορίων, τι κάνω;»

Απάντηση Διοικητή «εγώ δεν σου είπα να μπείς μέσα, ούτε να βγεί κανείς, ούτε να σηκώσεις το Ε/Π εκτός ορίων. Σου είπα να τον πάρεις και να τον μεταφέρεις στον Πειραιά»….

Μύλος το μυαλό του Κυβερνήτη. Να ρισκάρει την ασφάλεια ολόκληρου του πλοίου; Να ρισκάρει την απώλεια του Ε/Π και αυτών που θα το χειρίζονταν; ΑΔΙΕΞΟΔΟ. Ένοιωσα πως κάτι πρέπει να κάνουμε. Ένας άνθρωπος κινδύνευε, ένας Κυβερνήτης ήταν στα πρόθυρα εγκεφαλικού για να μην πεί αυτά που ήθελε στον Διοικητή του που του πέταγε το μπαλάκι της ευθύνης…

«κύριε Κυβερνήτα, ας προσπαθήσουμε κάτι. Πάμε κάτω από τη Τζιά που κόβει λίγο το κύμα για να μην έχουμε μεγάλες κλίσεις, κόψτε ταχύτητα στην ελάχιστη να μειώσουμε λίγο τη σχετική ένταση του ανέμου και θα προσπαθήσουμε να απογειωθούμε.»

«Λες Γκορ;» «Λέω ότι πρέπει να δοκιμάσουμε. Κινδυνεύει ένας άνθρωπος, ας ξεφύγουμε λίγο κι από τα όρια.»

Φωνάζω τον Νικόλα, τον συγκυβερνήτη. «Νικόλα, το και το, μπορούμε να δοκιμάσουμε, θα φύγουμε χωρίς Μηχανικό μέσα για να μπορέσουμε μετά να πάρουμε τον τραυματία, είσαι;» «Και βέβαια είμαι» λέει ο Νικόλας.

Στο μεταξύ, η ομάδα στο κατάστρωμα ετοίμαζε το Ε/Π σε συνθήκες …ψιλοτυφώνα. Το πλοίο έπλευσε νότια της Τζιάς, πήρε τη σωστή πορεία στον άνεμο, ελάττωσε την ταχύτητά του και …start engine. Το Ε/Π καρφωμένο στο κατάστρωμα με το άγκιστρό του, μια πάνω μια κάτω μια πανωκάτω μια δεξιά μια αριστερά, …λούνα παρκ.

Οι οδηγίες από τον Ελεγκτή αέρος γέμιζαν τις κάσκες μας, ο άνεμος στους 50 κόμβους (35 το όριο), τα μάτια καρφωμένα στον Τάσο (σηματωρό) που μόλις αισθάνεται ότι η κλήση έρχεται στο οριζόντιο, δίνει το σήμα με τα χέρια του για «απαγκίστρωση».

Πιέζω το κουμπί και, για πρώτη φορά βλέπω το Ε/Π να πετάγεται μόνο του, χωρίς να τραβήξω καν το χειριστήριο, σαν φουρφούρι στον αέρα και να ανεβαίνει συνεχώς, μακρυά πια απ’ το πλοίο, στην ασφάλεια του απέραντου πελαγίσιου αέρα.

Ανακούφιση. Πετάμε γρήγορα προς το Βουρκάρι. Βλέπουμε την Τορπιλάκατο δεμένη στον μικρό μώλο και προσγειωνόμαστε σ’ ένα χωράφι (αυτό ευτυχώς δεν κουνιόταν) κοντά. Φέρνουν το ναυτάκι, αναίσθητο, σ’ ένα στρώμα κρεβατιού, μπαίνει και ο Νοσοκόμος της τορπιλακάτου μέσα και απογειωνόμαστε. Σε μισή ώρα προσγειωθήκαμε στο Γενικό Νοσοκομείο της Αεροπορίας, παραδώσαμε τον τραυματία και βουρ για το Ελικοδρόμιο Αμφιάλης για ανεφοδιασμό.

Αλλά η …περιπέτεια δεν είχε τελειώσει. Στο Ε/Δ πήραμε διαταγή από το ΓΕΝ να διανυκτερεύσουμε γιατί ο καιρός για να επιστρέψουμε στο πλοίο ήταν απαγορευτικός. «Το πρωί, βλέπουμε» μας είπαν.

Το πρωί είχε μια ωραιότατη λιακάδα αλλά ο θυελλώδης Βοριάς δεν έλεγε να κοπάσει. Έτσι το ΓΕΝ διέταξε το πλοίο να πλεύσει νότια από το Σαν Τζώρτζη (το νησάκι στο Σαρωνικό) για να υποδεχτεί το Ε/Π.

Ξεκούραστοι και ορεξάτοι, ικανοποιημένοι μαθαίνοντας ότι το ναυτάκι τη σκαπούλαρε, απογειωνόμαστε για το ραντεβού μας με το πλοίο. Το βρίσκουμε κάτω απ’ το Σαν Τζώρτζη, παίρνει την κατάλληλα πορεία, κόβει ταχύτητα και «στην τελική για προσνήωση» αναφέρουμε. «Ελεύθερος για προσνήωση» μας λέει ο Ελεγκτής, στήνεται ο Τάσος στο κατάστρωμα με τα πατερόλια του «έλα, έλα, έλα» μας κάνει σήμα, πλησιάζουμε, το πλοίο δεν κουνιέται πολύ αλλά, ΚΟΥΝΙΟΜΑΣΤΕ εμείς λίγο πριν μπούμε στο κατάστρωμα, κουνιόμαστε σαν το αυγό που βράζει στην κατσαρόλα. Το Ε/Π αρνείται να πάει πιό κοντά, ανεβοκατεβαίνουμε σαν γιογιό, «επανακυκλώνω γιατί έχει πολλές αναταράξεις στο κατάστρωμα», φεύγουμε, κάνουμε έναν κύκλο ξανά «στην τελική για προσνήωση», ξανά «ελεύθερος για προσνήωση», «άντε πάμε» αλλά λίγα μέτρα από το κατάστρωμα, τα ίδια.

Δεν θυμάμαι πόσες φορές «επανακυκλώσαμε». Στο τέλος, πιάνουμε και οι δυό τα χειριστήρια και για να σπάσω τον εκνευρισμό μας λέω κάτι άσχετο. «Ρε τι φτιάχνει ο άνθρωπος! Πάμε ρε Νικόλα» και …ξεσπάμε άνευ λόγου στα γέλια. Γέλια όμως. Με δάκρυα και κράμπες στο στομάχι! Έτσι ξεκαρδιζόμενοι το παλεύουμε μαζί και μέσα στη θολούρα των δακρύων το βάζουμε το ρημάδι στη θέση του, αγκιστρώνουμε και σβήνουμε τον κινητήρα. Εξακολουθώντας να …γελάμε ανεξέλεγκτα και οι δύο. Και μπροστά στον κυβερνήτη σε λίγο και μπροστά σε όλο το πλήρωμα που δεν ήξερε -ούτε εμείς- το γιατί.

Το γιατί το ανακαλύψαμε αργότερα. Και δεν ήταν για γέλια…

Το Ε/Π προγειώνεται/προσνηώνεται πάντοτε με τον άνεμο κόντρα. Η πορεία του πλοίου είναι υπό γωνία στον άνεμο (και το κύμα) για να μη «μποτζάρει και για να μη περνάει ο άνεμος από πάνω του και δημιουργεί καθοδικά ρεύματα στο σημείο προσνήωσης. Έτσι όμως, το Ε/π προσεγγίζει το κατάστρωμα υπό γωνία και μέσα στο ρεύμα καυσαερίων από την τσιμινιέρα του πλοίου. Από την πολύωρη παραμονή μας μέσα στα καυσαέρια είχαμε «μαστουρώσει» κανονικότατα. Υποξυγοναιμία το λένε. Και αν αυτό παρατεινόταν για ακόμα λίγο θα άρχιζαν οι …παραισθήσεις και μετά η λιποθυμία.

Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν θα είχαμε και τη δυνατότητα να συνεχίσουμε το …φαγοπότι (κατά Πάγκαλο), άσε τα έξοδα κηδείας, συντάξεις χηρείας κλπ που θα επιβαρύναμε τη δόλια πατρίδα….