Μεταπολίτευση. Αδόκιμη λέξη που ορίζει μια περίοδο με απαρχή της στην πτώση της επτάχρονης δικτατορίας το καλοκαίρι του 1974.
Μια περίοδος, που εκτός από τον αδόκιμο ορισμό της, μας χάρισε… πολλές αδόκιμες εκφράσεις και συνθήματα-πυροτεχνήματα, που λειτούργησαν στο θυμικό μιας κοινωνίας (συν)ένοχης (κατά την πλειονότητά της) στην σιωπηρή αποδοχή της χούντας, που ήθελε να πιστέψει τους ενόχους (στην πλειονότητά τους) για την εγκατάστασή της πολιτικούς που επέστρεψαν δαφνοστεφανωμένοι ως αντιστασιακοί, δημοκράτες και …σωτήρες. Μεταλλαγμένη η κοινωνία με άλλοθι τη δήθεν μετάλλαξη των πολιτικών, γέμισε κι αυτή με δήθεν «δημοκράτες» και δήθεν «αντιστασιακούς», με δήθεν οράματα και δήθεν ιδεολογίες.
Μόνο το φαγοπότι παλιών και νέων πολιτικών «τζακιών» δεν ήταν δήθεν…
Τα σημάδια για το τι θα γίνει στο μέλλον υπήρχαν από παλιά. Ο άνεμος Αλλαγής γέμισε σκουπίδια ιδεολογικά, ηθικά και πολιτικά, φύσηξε μετά ο άνεμος της Απαλλαγής και έφερε καινούργια… Ανακάτεψαν τις ιδεολογίες, έριξαν κάτω τις τσιμεντωμένες πινακίδες «αριστερά» και «δεξιά». Αντικαταστάθηκαν αυτές με χάρτινες που σκίζονταν κι αυτές πιο εύκολα ακόμα και στο ρεύμα που προκαλούσαν οι πολιτικές κωλοτούμπες…
Τι μού ‘ρθε, θα μου πείς, παραμονές εκλογών να γκριζάρω τη σκέψη μου; Είναι που κάθησα να μελετήσω «παρατάξεις», «πρόσωπα» και «προγράμματα» για να διαπιστώσω ότι το θράσος και η υποκρισία πολλών περισσεύει για ακόμα μια φορά, τα βαρύγδουπα συνθήματα και οι φρούδες υποσχέσεις φαίνονται ιλαροτραγικά συνδυαζόμενα με τα πρόσωπα που τα εκφέρουν. Κλαυσίγελως.
Τα σημάδια για το τι θα γίνει στο μέλλον υπήρχαν από παλιά, και εξακολουθούν να υπάρχουν και για το …επόμενο μέλλον.
Θα αναφέρω ένα ενδεικτικό μια και ο χώρος δεν επαρκεί για εκτενείς καταγραφές…
«Σοσιαλιστής», «αντιστασιακός», του «Πολυτεχνείου». Και βουλευτής και Υπουργός και Επίτροπος στην Ευρώπη και και και. Απ’ όπου κι αν πέρασε, ξεχάστηκε γρήγορα.
Το 1988, βρίσκομαι από την Άνοιξη στο αντίσκηνο που έστηνα κάθε χρόνο στην αυλή του σπιτιού του κουμπάρου μου στον Μαραθώνα. Εκεί, από το 1987 «μετακόμιζα» την οικογένεια, γυναίκα και τον γιό μου, από μωρό σαράντα ημερών, για να βρίσκομαι κοντά στο Ελικοδρόμιο του Ναυτικού όπου υπηρετούσα, τόσο για περιορισμό των εξόδων μετακίνησης όσο και λόγω του ότι ανά πάσα στιγμή έπρεπε να είμαι στην υπηρεσία, ή στον αέρα πετώντας, μέρα ή νύχτα. Ντουλάπα πλαστική κάτω από τον ευκάλυπτο, όλο το βιός, και το μωρό, σε μια σκηνή ιγκλού για δύο άτομα. Για την υπηρεσία… Γιατί η πατρίδα «διήρχετο κρισίμους στιγμάς»…(όπως από τότε που την ξέρω).
Ξαπλωμένος, λοιπόν, στο αντίσκηνο ένα μεσημέρι, διαβάζω στην εφημερίδα ότι συνομήλικός μου Βουλευτής (γνωστός τοις πάσι), που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, έκανε πάρτι γενεθλίων στο σπίτι του στην Πεντέλη όπου, λέει, -ο δημοσιογράφος Βότσης στην Ελευθεροτυπία- η γενιά του Πολυτεχνείου ξεφάντωσε καταναλώνοντας εξήντα μπουκάλια ουίσκι, τριάντα μπουκάλια βότκα, τρώγοντας διακόσια κιλά κρέας στα κάρβουνα και πίνοντας μισό τόνο κρασί!
Η γενιά του Πολυτεχνείου, σκέφτομαι… Ε, όχι… Γυρίζω στο μπρούμυτο στο αντίσκηνο, παίρνω μολύβι και χαρτί και απαντώ σατιρικά στον Βότση, που ούτε αυτόν γνωρίζω, περιγράφοντας επώνυμα (χωρίς τον τίτλο μου) τα δικά μου γενέθλια. Λίγες μέρες μετά, ο Βότσης δημοσιεύει στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ τη σατιρική επιστολή μου:
«Αγαπητέ Γ.Β.,
Στις 27 του περασμένου Μάρτη, έκλεισα τα 37 μου χρόνια. Συνήθως στα γενέθλιά μου ήθελα να ‘μαι μόνος για να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, να ταξινομήσω τις εμπειρίες μου και να κάνω την απαραίτητη αυτοκριτική. Φέτος, όμως, η γυναίκα μου είχε άλλες απόψεις. ‘Θα καλέσουμε τους φίλους μας’ είπε. Παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις, κυρίως για τις οικονομικές επιπτώσεις ενός τέτοιου τολμήματος, τελικά ενέδωσα. Στο κάτω-κάτω τι το πήρε το πτυχίο στα οικονομικά η σύζυγος; Αφού, στα πλαίσια της σταθεροποίησης της οικονομίας μας, επιβάλλεται να το βάλει στο ράφι παραμένοντας άνεργη οικοκυρά, ας το χρησιμοποιήσει για τον συντονισμό των οικογενειακοκοινωνικών εκδηλώσεων. Κι έτσι έκανε.
Μια βδομάδα παιδευόταν με βάση τον οικογενειακό προϋπολογισμό και στο τέλος με υπερηφάνεια μου παρουσίασε το αποτέλεσμα. ‘Καλεσμένοι τρείς, και τρείς εμείς, έξι. Να και ο κατάλογος των φαγητών που πρέπει να ψωνίσεις. Δύο κιλά κρέας, χοιρινό, είναι φτηνότερο, τέσσερα κιλά πατάτες να κάνω και πουρέ που φουσκώνει και κόβει την όρεξη, ουίσκι έχουμε μισό μπουκάλι για τον κουμπάρο, πάρε ένα μπουκάλι βότκα για τα κοκτέιλ που κάνεις στην κουμπάρα, να μας μείνει και για τα Χριστούγεννα. Κι επειδή είναι γιορτή σου, το μόνο εκτός προϋπολογισμού είναι ένα τέταρτο φιστίκια Αιγίνης που σ’ αρέσουν. Α, και μην το ξεχάσω, πάρε κι ένα μπουκάλι ρετσίνα από τον φούρνο’.
Αν και άνεργη οικονομολόγα, η γυναίκα μου τα υπολόγισε σωστά (γιατί όχι, εδώ δικηγόροι μπορούν και προϋπολογίζουν τα οικονομικά μας). Το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν το καταναλωτικό τέρας που κρύβει κάθε άντρας μέσα του και το εκδηλώνει στους διαδρόμους των Super Markets.
Πήγα για δυό κιλά χοιρινό και έφυγα από τον Κυρ Κώστα στην πλατεία με διακόσια δύο κιλά κρέας. Έμεινα έκθαμβος στο ράφι με τα ποτά στο Super Market. Τι ουίσκι, τι λικέρ, τι μπαντίντες, τι τζιν, τι βότκες! Τελικά έφυγα με εξήντα μπουκάλια ουίσκι και τριάντα βότκες. Δεν πιανόμουν πια. Το αποκορύφωμα ήταν στο κρασί. Άκου εκεί, είκοσι χρόνια υπηρεσίας και θα πάρω μόνο μισό κιλό ρετσίνα; Πεντακόσια κιλά πήρα!
Όταν η γυναίκα μου είδε τα φορτηγά να ξεφορτώνουν κόντεψε να ξαναμείνει έγκυος. Το μόνο που τη συγκράτησε ήταν ότι το δεύτερο παιδί, με τόσο μισθό, δεν συμφέρει τεχνικοοικονομικά. Σ’ ένα πρόχειρο, στο πόδι, άρα έγκυρο, υπολογισμό, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχαμε χρεωθεί για όλα τα μελλούμενα γενέθλιά μου μέχρι 123 ετών, αλλά χαλάλι μου. Μια φορά γίνεσαι τριανταεφτά χρονών.
Και όχι άλλο, αλλά έπιασε και το κόλπο με τον πουρέ κι έτσι μας περίσσεψαν, το κρασί, 200 κιλά κρέας, 60 φιάλες ουίσκι και τριάντα βότκες.
‘Και τώρα τι θα τα κάνουμε όλα αυτά;’ Με ρώτησε η γυναίκα μου. ‘Μην ανησυχείς ρε γυναίκα’ της είπα. ‘Σε δύο μήνες έχει τα γενέθλιά του ο γείτονας βουλευτής στο «σπιτάκι» που σου ‘χω δείξει στην Πεντέλη. Κληρούχας μας είναι ο άνθρωπος, της γενιάς του Πολυτεχνείου, και βιοπαλεύει. Θα του τα στείλω να δώσει το πάρτι της ζωής του. Το Πάρτι. Μην τον χαρακτηρίσουν τον άνθρωπο λιγούρη, όπως λένε για μένα όλες οι φίλες σου.
Έτσι έκανα, λοιπόν, κύριε Γ.Β. μου, και σου στέλνω το γράμμα αυτό όχι για να το δημοσιεύσεις –αν θες καν’ το- αλλά για να έχεις όπλα να αντιμετωπίσεις τους αντιδραστικούς κακόπιστους και πικρόχολους μικρομεσαίους που θα σπεύσουν να σχολιάσουν –από ζήλεια μάλλον- το Ρωμαϊκό (όχι Ρωμέικο) φαγοπότι της Πεντέλης.
Πες σε όλους αυτούς τους κακούς ότι τα 200 κιλά κρέας, τα 60 ουίσκι, οι 30 βότκες και τα 500 κιλά κρασί είναι δικά μου. Δώρο στον κύριο βουλευτή από το υστέρημά μου. Κατ’ επέκταση από το υστέρημα του λαού. Αυτούς, τι τους νοιάζει;
Στην υγειά σου κ. Γ.Β. μου
Υ.Γ.1: Στο σχόλιό σου για το πάρτι, δεν ανέφερες και το μπουκάλι ΟΥΖΟ που έστειλα προσωπικά στον φίλτατο για να το πιεί στην υγειά μου και στην υγειά της Αλλαγής (της ζωής του, όχι της δικής μου που παραμένει ίδια και απαράλλαχτη επί 37 χρόνια).
Υ.Γ.2: Αλήθεια, έτσι για πληροφορία, μήπως ξέρεις αν θα δώσουν ΛΕΥΚΑ ψηφοδέλτια στις επόμενες εκλογές, κι αν ναι, θα τα μετρήσουν για έγκυρα; Γιατί εγώ θέλω να ψηφίσω τη γενιά μου. Την απούσα από Ρωμαϊκά πάρτι γενιά του Πολυτεχνείου. Την απούσα γενικώς.»
Χρειάστηκε να υποβάλλω πέντε φορές την παραίτησή μου μέχρι να αποσυρθεί ο πειθαρχικός μου έλεγχος (!) «γιατί έθιξα δια του Τύπου μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου»…
Η ζωή μου έκτοτε παρέμεινε η ίδια. Εξάντλησα μια άκρως ενδιαφέρουσα, επίπονη, γεμάτη ευθύνες σταδιοδρομία που απόλαυσα. Έζησα μεταξύ ευπρεπούς στέρησης και σχετικής άνεσης μέχρι σήμερα που η στέρηση έχει γίνει …απρεπής. Ο κύριος Σοσιαλιστής εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, ξαναεμφανίστηκε , ξαναεξαφανίστηκε, ξαναεμφανίστηκε, και εμβρόντητος τον αντιλήφθηκα χθες επικεφαλής Παράταξης, υποψήφιος για Ευρωβουλευτής, για να Αλλάξει και την Ευρώπη μια και η συμμετοχή του στην Αλλαγή της Ελλάδας θεωρείται -από τον ίδιο- άκρως επιτυχής… Είπαμε, Κλαυσίγελως!