27 του Μάρτη. Εξήντα και τρία -σκόρπιες σκέψεις

 

unnamedaΕξήντα και τρία. Αισίως… Ως προς τα οικογενειακά, ο γιός αυτόνομος στην ξενιτιά, η κόρη, με νεραϊδένιες σκέψεις για φευγιό, στο Πτυχίο, το άγγιγμα της κυράς μου και κυρίας μου σπαρτάρισμα ακόμα ψυχής τε και σώματος. Τυχερός…

Το μουστάκι κάτασπρο, το μαλλί γκριζόασπρο και όλο αραιώνει, οι ρυτίδες βαθαίνουν, το δέρμα λεκιάζει. Τα φρύδια πυκνώνουν κι αγριεύουν, είναι κι αυτές οι ρημάδες οι σκληρές τρίχες στη ράχη της μύτης που όλο ξεφυτρώνουν για να μου θυμίζουν τα …εισόδια στην τρίτη ηλικία… Όπως και το «χαμήλωσε επιτέλους την τηλεόραση, μας ξεκούφανες»…

Κατά τα άλλα, δόξα τω Θεώ …χάλια. Όπως οι περισσότεροι. Και μπερδεμένος.

Μετράω τα χρόνια και δεν μου βγαίνει η σούμα. Τα τελευταία δέκα, έκανα λίγα. Κι είχα συνηθίσει να κάνω μέχρι τότε πολλά. Χρόνος μπόλικος όμως για να παρατηρώ και να σκέφτομαι -τι το ‘θελα-, αντί να φτάσω στο «κατασταλαγμένος» και «ώριμος», έφτασα μια χαρά στο «καταμπερδεμένος» και «θυμωμένος».

Δεν ήμουν μπερδεμένος όσο στην ενήλικη ζωή μου ακολουθούσα, όσο μπορούσα, αυτά που φυτεύτηκαν μέσα μου από τους άξιους γονείς και όσα μου μπολιάστηκαν στο πέρασμα του χρόνου από καλούς δασκάλους στο σχολειό και στο επάγγελμα. Δεν ήμουν μπερδεμένος όταν αναλάμβανα ευθύνες ζωής για νεότερούς μου. Ευτύχησα να τους δω και να με ξεπερνούν… Ευτύχησα να απολαύσω και τη σταδιοδρομία μου, ατύχησα ως εύπιστος να νομίζω λογικό ότι κάποιος «από πάνω» θα μου ‘λεγε κι ένα «ευχαριστώ» στο τέλος για ό,τι κι αν πρόσφερα, ξαναευτύχησα όμως όταν αυτό το «ευχαριστώ» μου έδωσαν, και μου το δίνουν ακόμα, πολλοί νεότεροι σύντροφοί μου στις επαγγελματικές περιπέτειες…

Δεν ήμουν μπερδεμένος στα νιάτα μου ακολουθώντας τον Κυβερνήτη μου στο ΒΕΛΟΣ στον αγώνα του για τη Δημοκρατία. Μπερδεμένος είμαι τώρα για το ποιά Δημοκρατία… Τι στην ευχή σημαίνει πια «Δημοκρατία»; Ποιός θα δώσει έναν ορισμό, ένα περίγραμμα, μια εικόνα, στα παιδιά που περικύκλωσαν τον Παρθενώνα προχθές υμνώντας την; Για ποιά να αγωνίζομαι τώρα; Με ένα Σύνταγμα κουρελόχαρτο, με την ισοπέδωση των πολλών και στον αφρό οι λίγοι, και όλους να τάζουν «Δημοκρατία» χωρίς να την ορίζουν… Η «Δημοκρατία» κατάντησε σύνθημα κενό, δόλωμα ψήφων, υπνωτικό σε υπερβολικές τηλετυφλωτικές δόσεις …

Ξεκίνησα απ’ τα απλά, τα λίγα, τα καλά, τα δύσκολα… Με το φανάρι κρεμασμένο στην κουζίνα, την γκαζιέρα όπου τηγανίζονταν οι νοστιμότερες πατάτες της νιότης μου, αργότερα με την «παγωνιέρα», το «φλιτ» για τα κουνούπια, το τακτικό κινίνο για τη ρημάδα την ελονοσία,  και περιμένοντας τη μάνα να βγάλει με το κύπελλο το …πουρί του αδερφού μου από τη σκάφη για να με πλύνει κι εμένα… Το καρπούζι στο βαρέλι του μπαλκονιού για να κρατιέται δροσερό,το «αποχωρητήριο» οθωμανικό, κι αυτό στο μπαλκόνι… Τσούρμο οι γάτες στην αυλή, και η μαύρη η παλιότερη να περιμένει πάντα να γυρίσω για να γεννήσει μπροστά μου και να γλείφει πότε τα γατόνια και πότε τα μικρά μου δάχτυλα. Στο επόμενο σπίτι, στην πόλη, ψυγείο ΙΖΟΛΑ, θερμοσίφωνο με ξύλα, …τρανζίστορ, σόμπα πετρελαίου, ε ρε εξέλιξη…

Τώρα που το σκέφτομαι, αρκετά μπερδεμένος και στην ανήλικη ζωή μου ήμουν… Δεν έβρισκα διασκεδαστικό τον χορό, κάθε τόσο στη γειτονιά, της αρκούδας στον κακόηχο αμανέ της …Μαντουμπάλας του Αρκουδιάρη. Λυπόμουν και τη φουκαριάρα τη μαϊμού που κουβαλούσε στην πλάτη του για να μαζέψει τις πενταροδεκάρες στο ντέφι όταν τέλειωνε να κάνει η αρκούδα τον Παπαμιχαήλ με τη Βουγιουκλάκη…  Απορούσα γιατί οι πολλοί γελούσαν. Ή μεράκλωναν με τον Στελάρα (ένας είναι ο Στέλιος) που το βλέμμα του με φόβιζε, μεγάλωνα και δίπλα στο Σέιχ Σού την εποχή του «Δράκου» και μου ‘χε καρφωθεί στο νού η εικόνα του… Άσε με τον Καραγκιόζη. Ούτε από μακρυά δεν ήθελα να βλέπω τον κακομοίρη εξυπνάκια και ξερόλα, μια ζωή ξυπόλητο καρπαζοεισπράκτορα… Απορούσα πάλι γιατί οι πολλοί γελούσαν. Απορώ ακόμα και σήμερα…

Δε λέω, ήμουν τυχερός. Χόρτασα πανέμορφες εμπειρίες στη δουλειά μου στη θάλασσα και στον αέρα. Μαζί με δύσκολες ταλαιπωρίες, άπειρα ξενύχτια, απουσίες, απομονώσεις και κινδύνους, ακόμα πιό «διδακτικά» αυτά. Τι κι αν ξερνούν κάποιοι σήμερα ότι μπορεί να ήμουν αντιπαραγωγικός και αχρείαστος… Μπορεί και να ζηλεύουν. Έζησα άλλοτε σχετικά άνετα, άλλοτε ευπρεπώς στερημένα. Τώρα, στερημένα. Για λίγο, πάνε χρόνια από τώρα, πείνασα, ζορίστηκα να επιβιώσω, και τα κατάφερα. Τώρα θα ..κωλώσω; Γνώρισα προσωπικά πολλούς «μεγάλους» (βασιλιάδες, Προέδρους, πολιτικούς και μεγαλοσχήμονες) που ήταν «μικροί», τους σιχάθηκα, και πολλούς «μικρούς» που ήταν «μεγάλοι», υποκλίθηκα μόνο σ’ αυτούς…

Δέθηκα με ανθρώπους και τα ‘σπασα με αρκετούς… Είναι πολλοί που τους κουβαλάω μέσα μου έστω κι αν έφυγαν οριστικά ή είναι μακριά μου. Είναι αρκετές και οι ενοχές μου… για όσους μου έδωσαν περισσότερα απ’ ότι έδωσα εγώ σ’ αυτούς… για αποφάσεις που δίστασα να πάρω, για λάθη, για συμβιβασμούς που δεν έπρεπε να κάνω. Ιδίως με μερικούς που δεν το άξιζαν.

Καταμπερδεμένος και θυμωμένος γι αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα, καταφεύγω στο κελάρισμα της νεραϊδοκόρης, στο χαμόγελο του γιού μέσω …Skype, και στις ματάρες της συμβίας (άντε και στις …γάμπες της) που μου βγάζουν πλεόνασμα αισιοδοξίας για το όποιο και όσο αύριο…

Μέχρι να συμφωνήσουμε επιτέλους ποιά Δημοκρατία θέλουμε, και τότε «θα πάρω το ντουφέκι μου και θα κατεβώ στον Ομαλό…»

Δεν θα με τρελλάνουν αυτοί…

Γειά σου Στελάρα

Για τον αδερφό μου Στέλιο Ζούλη

Πάνε σαραπέντε χρόνια από τη μέρα που στο Φροντιστήριο του Κλαδάκη -όπου «φοίτησα» επί εικοσαήμερο- ένας σκούρος πενηντάρης με πλησίασε για να μου πεί «σε παρακαλώ, μπορείς να δείξεις στον στούρνο τον γιό μου τι είναι αυτός ο Λογισμός (υπολογισμοί Αστρονομικής Ναυτιλίας). Έτσι σε γνώρισα για πρώτη φορά. Και μόνο Λογισμό δεν μάθαμε…Από κοινά ; Μηδέν. Η παντελής έλλειψη άγχους όμως εκ μέρους σου ήταν αγχολυτική και για μένα και για όλους τους συμμαθητές από τις πρώτες ώρες γνωριμίας μας. Δέσαμε γερά. Μαζί με τον Γιώργο γίναμε η …αγία τριάδα. Το σπίτι σου σπίτι μου, η μάνα σου μάνα μου μια και η δική μου ήταν μακριά. Δέσαμε για πάντα και με κουμπαριά. Κοντά ή μακριά, ο νούς μας στα χωρατά και στα αλληλοπειράγματα. Σύννεφο τα Ποινολόγια «δι’ άτοπον αστεϊσμόν» στο Βασσάνειο Ίδρυμα. Ακόμη και στο καψόνι όπου διακρίθηκες για την …ξυλοχωρητικότητά σου… Τα ίδια και στον Στόλο. Πού να ‘ξερε το Ναυτικό τι γινόταν στον Κόλπο Μεγάρων όπου βρισκόμασταν εσύ σαν πλοίο στόχος, ο Γιώργος να σου πετάει την τορπίλη κι εγώ με το Ελικόπτερο να ψάχνω να τη βρώ… Ακραίες καταστάσεις… θαλάσσιων και αεροπορικών μπαλαφαριών εκ μέρους μας και …γαστριμαργικών εκ μέρους σου στη Γέφυρα του τραμπάκουλου. Αλλά εσύ στα άκρα και στη ζωή σου. Πλούσιος άφραγκος μια ζωή, την έφαγες με το κουτάλι. Την παράφαγες όμως ρε Στέλιο… Α, ρε Στέλιο, την έλλειψή σου λόγω απόστασης την άντεξα. Άντε να δούμε πώς θ’ αντέξω τον χαμό σου… Γειά σου ρε μπαγάσα, σ’ευχαριστώ για τα ωραία νιάτα που έζησα μαζί σου.